Του Νικολάι Γκόγκολ. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Αναβαπτισμένο ως μουσική κωμωδία, το μάλλον αδύναμο θεατρικό του Γκόγκολ αποκτά νευρώδη ρυθμό, αλλά και κάποιους άκαιρους «μοντερνισμούς».
Αν και χρειάστηκε δέκα χρόνια να τελειώσει τα Παντρολογήματα, ο Νικολάι Γκόγκολ δεν κατάφερε να εξάρει το αδύναμο θέμα του στο ύψος του «Επιθεωρητή» ούτε να του προσδώσει τη σαρκοβόρα οξύτητα των «Νεκρών ψυχών».
Τα «Παντρολογήματα» παραμένουν μια ηθογραφική κωμωδία με κοινότατη υπόθεση που συναντά κανείς σε άφθονα έργα του γαλλικού ελαφρού θεάτρου: ένα υποτονικό και αναποφάσιστο γεροντοπαλίκαρο αποφασίζει επιτέλους να παντρευτεί. Ακολουθεί η δραστήρια παρέμβαση ενός επιστήθιου φίλου, τα παθήματα μιας ζηλόφθονης προξενήτρας, τα κοσμικά φαντασιοκοπήματα της νύφης και ο κωμικός ανταγωνισμός των υποψήφιων γαμπρών.
Εξαρχής προβληματική λοιπόν η δραματουργική επιλογή του Στάθη Λιβαθινού, έπρεπε να αναβαπτιστεί σε μια εφευρετική κολυμπήθρα για να μπορέσει να σταθεί σε μια εφευρετική κολυμπήθρα για να μπορέσει να σταθεί στη σκηνή – κάτι που επιχειρούν όλοι οι σκηνοθέτες που δοκιμάζουν την τύχη τους με αυτό το άτολμο έργο. Ο Λιβαθινός διάλεξε την κολυμπήθρα της μουσικής κωμωδίας, μια ιδέα που αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχής, γιατί ο Πλάτανος έγραψε πάνω στους μέτριους στίχους του Στρατή Πασχάλη τραγούδια που ανέδειξαν έξοχα το πνεύμα του έργου και έδεσαν αρμονικότητα με την υπόθεσή του. Παρά την απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια της παράστασης, ο σκηνοθέτης εξασφάλισε σε αυτήν τη σάτιρα της μεσαίας τάξης απρόσκοπτη ροή και νευρώδη ρυθμό που υποκαθιστά την έλλειψη αξιοπρόσεκτης πλοκής. Οι χαρακτήρες οργανώθηκαν πάνω σε ατομικά τερτίπια και γνωρίσματα που αντιστοιχούν στην επιδιωκόμενη μετάβαση από την κωμωδία καταστάσεων στην κωμωδία ηθών.
Παράλληλα με τα επιτεύγματα αυτά υπήρξαν όμως και πολλά ατοπήματα, με πρώτο και μεγαλύτερο τη μετάφραση των Λεωνίδα Καρατζά και Δημήτρη Τάρλοου. Από την αγωνία να εκμοντερνιστεί πάση θυσία το έργο, οι μεταφραστές κατέληξαν σε «ρόμπες ξεκούμπωτες» και κοινόχρηστες εκφράσεις επιθεωρησιακών διαλόγων που, αφαιρώντας την ψίχα του λόγου, μετέτρεψαν το κείμενο σε ξερό ψωμί. Η σκηνική εναλλαγή του Αντώνη Δαγκλίδη από το πενιχρό δωματιάκι του μπεκιάρη γαμπρού στη ροζ κρεβατοκάμαρα της Μπάρμπι υπηρέτησε πολύ σχηματικά το νόημα του γκογκολικού έργου, αν και, σε συνδυασμό με τους παλ φωτισμούς του Λευτέρη Παπαδόπουλου, διασώζει την ένταση μεταξύ της νωχελικής ακαταστασίας του εργένη και της αβάσταχτης ελαφρότητας των γαμήλιων προσδοκιών της νύφης.
Ένας ρόλος ωστόσο κόντεψε να μπατάρει το καράβι μιας ικανοποιητικής αλλά συμμετρικής διανομής: ο ρόλος του Κατσκαριόφ όπως τον ερμήνευσε ο Αιμίλιος Χειλάκης. Αν και διαθέτει εξαιρετικό παράστημα, συνδυασμένο με περίσσεια σκηνικής άνεσης, ο Χειλάκης (ασυγκράτητος θέλω να πιστεύω κι όχι δασκαλεμένος ανάλογα από τον σκηνοθέτη), ξήλωσε το ρόλο από την υστερική του υπερβολή, τα ποδοβολητά, τις φωνές και τις μούτες. Ιδιαίτερα ένας ηθοποιός σαν τον Χειλάκη θα μπορούσε να λάμψει πραγματικά, αν κατέβαζε στο μισό το ρεοστάτη της εντάσεως. Ο Δημήτρης Τάρλοου από την άλλη μεριά παρερμήνευσε το ρόλο του Πατκαλιόσιν: ο ράθυμος εργένης είναι άβουλος αλλά όχι χαζός, θρηνεί για μια μοναξιά που την έχει κορόνα και είναι δειλός από δυσθυμία κι όχι λευκό χαρτί που το παρασύρει εδώ κι εκεί ο άνεμος της ισχυρής παρουσίας του Κατσκαριόφ. Η Ταμίλα Κουλίεβα ενσάρκωσε την Αγάθια με νευρικές εμμονές στο όριο μιας καλοχτισμένης υπερβολής, διέπρεψε σε εκφραστική αμεσότητα και διέπλασε έναν υφολογικά άρτιο χαρακτήρα. Ο Μπάμπης Γιωτόπουλος (Ζεβάκιν) υπήρξε απολαυστικός με εκείνο το συνδυασμό αφηρημένου τακτ και παθητικής ευγένειας και ο Αρτό Απαρτιάν (Στραπατσάδας) πειστικότατος ως στιβαρή και αδημονούσα αρκούδα, αλλά ο τρίτος των γαμπρών, Ανδρέας Νάτσιος,(Ανούτσκιν) υστέρησε κάπως. Η Ελένη Γερασιμίδου έπαιξε εκ περιουσίας δίχως ενδιαφέρον για το ρόλο. Ο Γιώργος Μακρής, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου και η Μπέτυ Νικολέση ανταποκρίθηκαν στους τύπους που υπηρέτησαν –αλλά το σχιστό φόρεμα της τελευταίας και την προκλητική καλτσοδέτα με την οποία υποδεχόταν τους ξένους δεν την κατάλαβα: ήταν έμπνευση άραγε της Κλερ Μπρέισγουελ (που σχεδίασε τα καλοβαλμένα κοστούμια της παράστασης) ή του σκηνοθέτη; Μυστήριο.
11.03.2004, Λογοθέτης Ηρακλής «Παντρολογήματα ***», Αθηνόραμα