«Οι τρεις αδελφές» στο Θέατρο Αμόρε είναι μια επιτυχημένη παράσταση καθώς εκφράζει πειστικά και ενισχύει αποτελεσματικά τη σύγχρονη τάση για σκηνική ανάδειξη ορισμένων «χαμένων» πτυχών του τσεχοφικού αριστουργήματος. Οι πτυχές αυτές, άλλοτε είχαν χαθεί μέσα στην αχλύ ενός τσεχοφισμού, στο κλίμα πλήξης και μελαγχολίας της ρώσικης ψυχής και εξοχής κι άλλοτε είχαν ισοπεδωθεί στο όνομα του ψυχολογισμού ή μιας νατουραλιστικής τοιχογραφίας με θέμα τους κλειστούς επαρχιακούς ορίζοντες και τα αδιέξοδα των τριών αδελφών.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς έφερε τις ανθρώπινες μονάδες και υποκειμενικότητες στο προσκήνιο για να τις παρατηρήσουμε στο φως. Υπογράμμισε τις συγκρούσεις και πρόβαλε όλα τα πρόσωπα του δράματος έτσι ώστε όσοι συναποτελούν το ανθρώπινο περιβάλλον του Πρόζοροφ να μη μετατρέπονται σε απλό περίγυρο των τριών αδελφών, αλλά να λειτουργούν δυναμικά ως ισότιμα πιόνια στη σκακιέρα της τσεχοφικής γραφής.
Στην παράσταση των «Τριών Αδελφών» του Αντόν Τσέχοφ τα πρόσωπα του δράματος και οι καταστάσεις ψυχής ερμηνεύονται με παθητικότητα και γλαφυρότητα που αντλούν ερείσματα τόσο από μιαν υφολογική προσέγγιση του κειμένου πέρα από μερικές καθιερωμένες, στερεότυπες εκδοχές όσο και από την ιδέα για δραστικοποίησή του: δραστικοποίηση με σκοπό να απαλλαγεί το δράμα από την πατίνα και τη σκόνη των «έργων εποχής» που του κληροδότησε μια ορισμένη παραστασιακή παράδοση και να κατακτήσει σαν ζωντανός οργανισμός τον σημερινό θεατή.
Ένα εύστοχο εξάλλου σκηνοθετικό σχόλιο αρθρώνεται διακριτικά στο εσωτερικό της παράστασης παρακολουθώντας κάποια θεματικά μοτίβα, λογοτεχνικές αναφορές ή λιγότερο πρόδηλες όψεις της τσεχοφικής ποιητικής. Γι’ αυτό ορισμένα στοιχεία, ακόμη και λεπτομέρειες στον λόγο των προσώπων του δράματος – μεταφρασμένου με αίσθηση της λέξης και του αισθήματος από τους Αλέξανδρο Ίσαρη και Γιώργο Δεπάστα – μεγεθύνονται επί σκηνής αποκτώντας ιδιαίτερη βαρύτητα. Γι’ αυτό πάλι, ο σκηνικός χώρος της Θάλειας Ιστικοπούλου μνημονεύει τη φύση με μια θέα προς την απεραντοσύνη της, αποτυπωμένη πάνω στο φρέσκο των τοίχων ή σκάβει έναν μεταφορικό τάφο για το θάψιμο των χαμένων προσδοκιών ή δίνει επίσης στο δωμάτιο του επάνω ορόφου τη μορφή κλειδωμένης κάμαρας για τις απωθημένες επιθυμίες και παιδικές αναμνήσεις.
«Οι τρεις αδελφές» όμως δεν είναι μια επιτυχημένη παράσταση μονάχα επειδή οι σκηνοθετικές επιλογές οργανώνονται και διεκπεραιώνονται με συνέπεια ή επειδή όλοι οι συντελεστές – μετάφραση και σκηνικά, κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη, παίξιμο μιας πλειάδας εξαίρετων ηθοποιών – συντείνουν στην υλοποίηση των στόχων του σκηνοθέτη. Υπάρχει για τον θεατή μια απόλαυση από το παίξιμο και τις ερμηνείες των ηθοποιών που αποτελεί τελικά ό,τι ζωτικότερο έχει να επιδείξει η παράσταση.
Θέρμη και ανθεκτικότητα αποπνέει η πυκνή Όλγα της Μαρίας Κατσιαδάκη. Με θραύσματα πόνου, έξαρσης και απόγνωσης καρδιογραφεί τη Μάσα η Ελεονώρα Σταθοπούλου. Ως φτεροκοπήματα συναισθημάτων και ονείρων αποδίδει τον εσωτερικό κόσμο της Ιρίνα η Λυδία Φωτοπούλου. Τις απαραίτητες ιδιότητες του εχθρικού ξένου σώματος φέρνει στο σπίτι των Πρόζοροφ η Νατάσα της Ναταλίας Δραγούμη. Μια αυθεντική νότα του βιωμένου χρόνου καταθέτει η Αμφίσα της Ζωής Βουδούρη.
Ευτύχησε πολύ η διανομή στους βασικούς ανδρικούς ρόλους που προβάλλουν ανάγλυφοι πλάι στις φιγούρες των άλλων αξιωματικών, τον Φεραπόντ του Γιώργου Βελέντζα, τον Τσεμπουτίκιν του Γιάννη Κυριακίδη. Ο Στάθης Λιβαθινός ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά τις αντιδράσεις και τα συμπλέγματα του Κουλίγκιν, καθηγητή γυμνασίου και συζύγου της Μάσα. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς προσδίδει ωραία στον Βερσίνιν την πλευρά του ώριμου, συγκρατημένου αισθηματία. Ο Ακύλας Καραζήσης μεταφέρει εύγλωττα στη σκηνή την προσωπικότητα του αδελφού που υπόσχεται πολλά πριν από το μαρασμό του. Η αντιπαράθεση του βαρόνου Τούζενμπαχ και του Σολιόνι χρωστάει πολλά στον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και στον Νίκο Χατζόπουλο, έναν Τούζενμπαχ με κύματα ψυχισμού ως παλίρροια και έναν Σολιόνι με την κοφτερή, απότομη, επιθετική φόρμα βράχου.
18.12.1994, Βαροπούλου Ελένη «Οι τρεις αδελφές του Τσέχοφ στο Θέατρο Αμόρε», Το Βήμα
Για το link πατήστε εδώ