Μία διαχρονική και πάντα επίκαιρη ιστορία

Ο Ανδρέας Τσέλεπος παίζει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο και μιλάει στην «Κ» για τον ρόλο του στις «Ικέτιδες» του Ευριπίδη

Οι «Ικέτιδες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής γραμματείας, που δυστυχώς δεν είχαν την τύχη να παρασταθούν πάρα μερικές μόνο φορές, με το ανέβασμα του Νίκου Χαραλάμπους του 1980 να έχει μείνει στη μνήμη όλων εκείνων που την παρακολούθησαν, αλλά και στη μνήμη του θεάτρου της Επιδαύρου.

Οι «Ικέτιδες» είναι μία τραγωδία, που μοιάζει να είναι εκ της σάρκας της ίδιας της σύγχρονης Κύπρου. Εν χορώ γυναίκες μετά τα γεγονότα του Ιουλίου-Αυγούστου 1974 ένθεν κακείθεν της γραμμής να ζητάνε τους άταφους άνδρες των οικογενειών τους. Οι «Ικέτιδες» δεν μιλάνε βέβαια μόνο για την παραβίαση των ιερών δικαίων, μα και για τη δημοκρατία, την ειρήνη, τη δύναμη των γυναικών, οι οποίες ικετεύουν για την παράδοση των σορών των αγαπημένων τους προσώπων. Δεν θέλουν πια να θρηνούν, μα να ξέρουν.

Ο ηθοποιός Ανδρέας Τσέλεπος ως αγγελιαφόρος σε κάποια ανάπαυλα από τις πρόβες, πριν από τη μεγάλη πρεμιέρα της παράστασης «Ικέτιδες» στην Επίδαυρο, βρήκε τον χρόνο και μου μιλήσει για την παράσταση και τον ρόλο του.

–Ανδρέα, έχεις τον ρόλο του αγγελιαφόρου, ποιος είναι ο ρόλος του στο έργο;
–Ο άγγελος, ο οποίος, όπως έμαθα κάνοντας τη δική μου έρευνα για τον ρόλο, έχει και όνομα, είναι ο Δαναός, ήταν αιχμάλωτος πολέμου, διηγείται τον άθλο του Θησέα, να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβαίων και να πάρει τις σορούς των στρατηγών. Διηγείται αρχικά τα σχετικά με αυτό. Σίγουρα, αυτό το πρώτο κομμάτι του μονολόγου μάς λέει ποιος είναι και πώς κατάφερε να ξεφύγει και προετοιμάζει τις γυναίκες για το τι έχει δει. Στο δεύτερο κομμάτι οι μανάδες του ζητούν να τους πει τι ακριβώς είδε και μπαίνει –αν θες σαν ένα τρικ– ο άγγελος ζει εκείνες τις στιγμές, αν και στην πραγματικότητα δεν πολέμησε, απλώς τα είδε ως θεατής. Αυτό για εμένα επάνω στη σκηνή είναι ένα ταξίδι. Ξαφνικά χάνεται… από την Ελευσίνα μεταφέρεται στις Πύλες της Ηλέκτρας. Μετέπειτα, ξεπερνάει τη φρίκη του πολέμου, όταν αντικρίζει τον Θησέα, ο οποίος από παιδί γίνεται ηγέτης. Ο άγγελος είδε έναν άνθρωπο, ο οποίος όπως λέει δεν ήρθε να κουρσέψει, ήρθε να πάρει τους νεκρούς. Εδώ είναι η κορύφωση του μονολόγου, όπου παρουσιάζει τον Θησέα πολύ πιο ψηλά, απ’ ό,τι στην αρχή του έργου.

–Πώς τον έχεις προσλάβει;
–Δεν έχω επικεντρωθεί σε ένα σημείο, του μονολόγου, αλλά υπάρχουν διάφορες στιγμές κορύφωσης. Προσπάθησα να μπω στον άγγελο, κάνοντας τη δική μου έρευνα. Ήθελα να δω πού ήταν οι Πύλες της Ηλέκτρας, τι έβλεπε ο άγγελος, πώς πολεμούσαν οι αρχαίοι. Επιθυμούσα να έχω την εικόνα, μια γεύση. Είδα τις «Ικέτιδες» του Νίκου Χαραλάμπους, και το πώς έπαιξε τον ρόλο ο Σπύρος ο Σταυρινίδης. Αυτή τη φορά η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού είναι κάπως διαφορετικό. Πρέπει να περάσω στο κοινό ό,τι είδα στο μέτωπο, να δώσω το μήνυμα ότι ο πόλεμος δεν είναι καλό πράγμα. Ό,τι λέει ο κήρυκας για τον πόλεμο και τη φρίκη του, έρχεται ο άγγελος μετά και τα επαληθεύει και θέλει να κάνει σαφές ο άγγελος ότι δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον πόλεμο για να επιλύσουμε τις διαφορές μας.

–Τι σου έκανε εντύπωση, τουλάχιστον στην πρώτη σου ανάγνωση;
–Θα πρέπει να σου πω ότι όσο διάβαζα το έργο και αργότερα όταν το έβλεπα στις πρόβες κάθε φορά ο χορός των «Ικέτιδων» με αγγίζει στον ύψιστο βαθμό. Οι μανάδες δεν μπορούν να αγγίξουν τα κορμιά των γιων τους, τους δίνουν για ταφή τα οστά ή τις τέφρες τους. Νομίζω ότι αυτή η εικόνα αγγίζει τον καθένα. Το έργο είναι αρκετά μελοδραματικό και μπορείς πολύ εύκολα να πέσεις στο λάθος και όλοι να κλαίμε από την αρχή έως το τέλος. Στην πρόταση του Λιβαθινού δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, νιώθω. Κάπου παραμερίζουμε το συναισθηματικό κομμάτι. Μάλιστα, ο χορός σε κάποια στιγμή λέει κουράστηκα πια να θρηνώ. Αυτές είναι και οι μανάδες, αν θες, των δικών μας αγνοουμένων, οι οποίες δεν κλαίνε πια, αλλά επιθυμούν να λάβει ένα τέλος όλο αυτό που περνούν.

–Ποιο θεωρείς ότι είναι το μήνυμα των «Ικέτιδων».
–Το πιο βασικό μήνυμα κατά τη γνώμη μου είναι η ιδέα της ειρήνης. Έπειτα είναι ο σεβασμός στον άνθρωπο, ακόμη και στην ήττα του. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο Ευριπίδης δίνει ένα μήνυμα με τον Θησέα, ο οποίος κάνει τη δική του υπέρβαση και γίνεται ένας ηγέτης, καθολικά αποδεκτός, «ο βασιλιάς είναι της χώρας, ο ήρωας όμως είναι του κόσμου», και αυτό γίνεται στο τέλος ο Θησέας. Ο Ευριπίδης μιλάει στον λαό της Αθήνας, αλλά στη διαχρονία του το έργο μιλάει σε όλον τον κόσμο, πώς δηλαδή ένας ηγέτης να γίνεται ήρωας στα μάτια όλων, ένας άνθρωπος που εμπνέει όλους. Επίσης, και ότι ο Ευριπίδης μιλάει για τους νέους, οι οποίοι πρέπει να αναλάβουν δράση, όχι φυσικά για να πάρουν εκδίκηση, αλλά για την υπόσχεση αιώνιας ειρήνης.

–Ποια ιερά δίκαια πιστεύεις ότι σήμερα παραβιάζονται;
–Τι να σου πω, είναι πάρα πολλά. Αλλά η αποστέρηση βασικών αγαθών από τον άνθρωπο στις μέρες μας θεωρώ ότι αποτελεί ύβρη. Δεν θα έπρεπε να ικετεύουμε για τα αυτονόητα, να υπάρχουν οι άνθρωποι που ζητιανεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.

–Οι «Ικέτιδες» είναι μία τραγωδία που αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις γυναίκες. Σήμερα ποιες θα ήταν οι ικέτιδες και τι θα αιτούντο;
–Αυτές οι μάνες σήμερα είναι οι άνθρωποι που έχουν χάσει τα πάντα και δεν μιλώ μόνο για τα υλικά αγαθά. Είναι αυτές οι μανάδες που έρχονται στις χώρες μας αναζητούν τη βοήθεια, ικετεύουν για να ακουστεί η φωνή τους. Επίσης, σε πιο μεγάλη εικόνα, αν θες, στην Κύπρο έχουμε τις μανάδες των αγνοουμένων που ζητούν απλώς μιαν απάντηση για το πού είναι τα παιδιά τους που έχασαν τον πόλεμο.

–Ποια είναι η αίσθησή σου από την Επίδαυρο;
–Καλούμαι να προσαρμοστώ στην κατάσταση της Επιδαύρου. Ξαφνικά όλα είναι πιο μεγάλα, άρα η δυσκολία το πώς κάνω αυτό που έχω να πω να είναι τόσο αληθινό, και να μπορεί το κοινό να ταυτιστεί και να μην είναι υπερπαίξιμο ή να είναι τεράστιο. Να είναι μεγάλο, αλλά να είναι κοντά στο αφτί του θεατή. Όλη μου η εμπειρία στην Επίδαυρο είναι ένα κέρδος, έχω πάρει πάρα πολλά πράγματα από τους συναδέλφους, σαν εφόδια για μετά. Αυτό που νιώθει κάποιος για τον χώρο εδώ είναι τεράστιο. Έχω μεγάλα παπούτσια να γεμίσω και μακάρι να καταφέρω να ταξιδέψω το κοινό και να παραδώσω το κείμενο όσο πιο σωστά γίνεται.

08.07.2019, Κουρουπάκης Απόστολος «Μία διαχρονική και πάντα επίκαιρη ιστορία», Καθημερινή Κύπρου

 

Για το link πατήστε εδώ