Δεν γνωρίζω με ποιες ακριβώς προοπτικές ξεκίνησε η παράσταση του Βασιλικού, πάντως ούτε οι πιο αισιόδοξοι δεν θα περίμεναν τόση επιτυχία. Μετά τη συνάθροιση του πλήθους και τον ενθουσιασμό του από τη σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, ίσως ήλθε ο καιρός να αναθεωρήσουμε κι εμείς μερικές από τις σταθερές μας προκαταλήψεις: όπως το ότι μια ροκ, προχωρημένη, «βάρβαρη» επέμβαση στο σώμα του κλασικού θεάτρου δεν μπορεί να διεκδικεί λαϊκά ερεθίσματα. Μπορεί. Αρκεί να συνοδεύεται από σοβαρότητα, βάθος και μια καλή ερμηνεία σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η παράσταση του Βασιλικού τα έχει όλα αυτά. Και επίσης τη μετάφραση του Διονύση Καψάλη που ευδοκιμεί στο Βασιλικό: ανοικτή σε φωνήεντα, απλή και καίρια, δείχνει πρόθυμη να μεταδώσει το νόημα του κειμένου, ακόμα και γειώνοντας κάτι από την ποιητική του ενέργεια.
Από τη μεριά του, ως σκηνοθέτης, ο Στάθης Λιβαθινός πέτυχε νομίζω διπλά: αποστόμωσε πρώτα όλους όσοι αμφισβητούσαν την ικανότητά του να σκηνοθετεί σε μεγάλη σκηνή μεγάλο έργο με μεγάλους πρωταγωνιστές. Το έχω επισημάνει και παλιότερα, ότι είναι σκηνοθέτης που αποδίδει καλύτερα σε χώρους μικρούς, σε θέατρα δεδομένης συντροφικότητας και επικοινωνίας. Το στοίχημα ήταν αν μπορεί να δώσει και μια πλατύτερη σκηνοθεσία, που προβάλλει ανάγλυφες ποιότητες του θεατρικού λόγου. Αν μπορεί, με λίγα λόγια, να υπηρετήσει μια αντίληψη που αφορά από τα πρώτα καθίσματα μέχρι τον τελευταίο εξώστη.
Το άλλο μέρος της επιτυχίας ωστόσο – και πιο σημαντικό – αφορά τη σχέση που αποκτά, με αυτήν την παράσταση του Λιρ, το σεξπιρικό κείμενο με την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι μόνο ζήτημα προσέλευσης του κοινού: Μέσα από τη διαρκή, αμφίδρομη επικοινωνία και την παρέμβαση της ροκ μουσικής, ο Λιρ ανάγεται στην αλληγορία μιας γενιάς που δίνει στα παιδιά της τα πάντα, εκτός από το δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης. Σε παράδειγμα μιας γενιάς κακομαθημένης και διεφθαρμένης που δεν μπορεί παρά να δώσει ακόμη περισσότερο κακοποιημένους και διεφθαρμένους απογόνους. Ο Λιβαθινός επεκτείνει έτσι την ερμηνεία του Λιρ ως τα γκράφιτι που γέμισαν τον περσινό Δεκέμβρη τους τοίχους του Βασιλικού Θεάτρου. Θαυμάσιο παράδειγμα για το πώς η καλλιτεχνική πράξη μπορεί να εναλλάσσει νόημα με το φορτίο της εποχής της.
Η παράσταση βέβαια ανήκει και στους ηθοποιούς της. Κατ’ αρχάς στο πρόσωπο του Λιρ, που παίρνει χαρακτήρα και έκφραση από τον Νικήτα Τσακίρογλου. Η επιλογή του διευθυντή του Κρατικού ήταν πιστεύω μια ριψοκίνδυνη απόφαση: Από άλλο υλικό φτιαγμένος, φερμένος από άλλη παράδοση και πρέσβης μιας άλλης «ψυχολογίας», ο πρωταγωνιστής θα μπορούσε από μόνος του να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Κι όμως, για κάποιο μαγικό λόγο τα πάντα λειτούργησαν. Η στόφα του – που του επιτρέπει να κρατά γερά τα γκέμια ενός ρόλου σαν του Λιρ – ενώθηκε με τους νέους καλλιτέχνες σε ένα γοητευτικό μείγμα.
Όχι, βέβαια, πως αυτό κάνει τα πάντα θετικά: Ορισμένοι ηθοποιοί έμοιαζαν πράγματι ανέτοιμοι για το φορτίο που ανέλαβαν. Και σε αρκετές σκηνές η άνιση επεξεργασία του υλικού ήταν εμφανής, έστω και κάτω από το μουσικό χαλί του Θοδωρή Αμπαζή. Το μήνυμα όμως παρέμενε σαφές και δυνατό: Το χάσμα των γενεών είναι πρωτίστως χάσμα λέξεων. Καθώς η σκηνή του Βασιλικού κατακλύζεται από τα σκουπίδια, στη σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου, ο Λιρ έχει ήδη χάσει, πριν από τη βασιλεία του, όσες αξίες θα ήθελε να μεταδώσει στα παιδιά του.
11.04.2010, Ιωαννίδης Γρηγόρης «Ο «Λιρ» κέρδισε το στοίχημα», Ελευθεροτυπία
Για το link πατήστε εδώ