Ο Ντοστογιέφσκι, κυρίαρχη μορφή του μεγάλου μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, έμελλε να αποδειχτεί απροσδόκητα και αδιάλειπτα θεατρικός κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα. Αφού όχι μόνο τα δαιδαλώδη και αβυσσαλέα μυθιστορήματά του αλλά και νουβέλες ή διηγήματα του μεταφέρονται συνεχώς στη σκηνή από τις αρχές κιόλας του 20ου αιώνα, όταν το 1908 ο Νεμίροβιτς – Ντάτσικο, συνεργάτης του Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ανέβασε το «Έγκλημα και τιμωρία», ως το φετινό ελληνικό καλοκαίρι, όπου η Μάγια Λυμπεροπούλου ανέβασε τους «Δαιμονισμένους» στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Συχνή, συχνότατη είναι η παρουσία του Ντοστογιέφσκι και στην ελληνική σκηνή, ιδιαίτερα δε εντατική τελευταία, αφού ο έντονα ντοστογιεφσκικός θεατρικός χειμώνας που πέρασε έκανε «γέφυρα» στο καλοκαίρι με τον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή» (από τους «Αδελφούς Καραμάζοφ») που έφερε ο Πίτερ Μπρουκ στην Αθήνα, συνεχίστηκε με τους «Δαιμονισμένους» της Λυμπεροπούλου και ακολουθείται από έναν εξίσου φορτισμένο χειμώνα με την «Ήμερη» που θα ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και την επανάληψη του «Ηλίθιου» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Η τελευταία αυτή η παράσταση, κύκνειο άσμα όπως είναι γνωστό της σπουδαίας «περιόδου Λιβαθινού» στην Πειραματική, αφού δεν στάθηκε δυνατό να βρεθεί φόρμουλα συνεργασίας του με το νέο διευθυντή του Εθνικού Γιάννη Χουβαρδά, ανέβηκε προς το τέλος της περασμένης θεατρικής περιόδου, αποτέλεσε μια από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς και, όπως ήταν επόμενο, συνεχίζεται και στην νέα περίοδο, ως τις αρχές του 2008.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον με την παράσταση αυτή, και το στοιχείο που τη διαφοροποιεί όχι μόνο από άλλες, ελληνικές και ξένες, παραστάσεις του ίδιου έργου αλλά και γενικότερα από το ανέβασμα έργων του Ντοστογιέφσκι στη σκηνή, είναι το γεγονός ότι δεν είχαμε εδώ και μια (ακόμα) θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος, αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα επί σκηνής. Και μάλιστα σχεδόν ατόφιο (στην μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, με ορισμένες περικοπές βέβαια και με αλλαγές στη σειρά διαφόρων «σκηνών»), πράγμα που επέβαλε και την παρουσίαση του έργου σε δύο παραστάσεις, Α΄ και Β΄ μέρος, συνολικής διάρκειας περίπου 5 ωρών, οι οποίες παίζονται, είτε ξεχωριστά η καθεμιά είτε μαζί ορισμένες μέρες της εβδομάδας. Κατά, τα άλλα, το αφηγηματικό στοιχείο είχε αν όχι ισότιμη, πάντως έντονη παρουσία στη σκηνή δίπλα στα (συνεχή και πάμπολλα) διαλογικά μέρη του μυθιστορήματος, τα οποία άλλωστε και συνιστούν τον πυρήνα της πολυεπίπεδης «θεατρικότητας» του Ντοστογιέφσκι.
Το ζήτημα, και το στοίχημα για τον Λιβαθινό, ήταν πώς η αφήγηση θα αποδοθεί θεατρικώ τρόπω πάνω στη σκηνή, αφ’ ενός, και πώς, αφ’ ετέρου, θα συνυφανθεί με το διάλογο, χωρίς ούτε τη λογοτεχνική της καταγωγή της να αποκρύψει ούτε όμως να και να αποτελέσει τροχοπέδη στη δραματική ροή. Η φιλοδοξία, αντίθετα, ήταν να αναδειχθεί ει δυνατόν και η αφήγηση σε κινητήριο στοιχείο της σκηνικής δράσης.
Παρόμοιο εγχείρημα είχε αποτολμήσει και παλαιότερα ο Λιβαθινός, μαζί με την ίδια περίπου ομάδα ηθοποιών, όταν είχε ανεβάσει στη σκηνή διηγήματα του Παπαδιαμάντη στον «Τεχνοχώρο», πριν ακόμα αναλάβει την Πειραματική, στην ωραία εκείνη παράσταση που είχε τον τίτλο «Η νοσταλγός». Το εγχείρημα εκείνο, υπό το φως του τωρινού με τον «Ηλίθιο», ήταν σαφώς διερευνητικό. Γιατί ναι μεν «η αφήγηση και πώς ανεβαίνει στη σκηνή» ήταν κι εκείνο το ζητούμενο, άλλο όμως να έχεις να κάνεις με πολλά και μικρότερης έκτασης κείμενα (διηγήματα), και άλλο με ένα κείμενο, και μάλιστα ποταμό. Το σίγουρο είναι ότι στον «Ηλίθιο», σαφώς αξιοποιήθηκαν όλες οι κατακτήσεις της ομάδας στη «Νοσταλγό», ενώ η δουλειά προχώρησε και πολύ παραπέρα. Σε πλάτος και βάθος. Εξελίχθηκε. Με έξοχα αποτελέσματα, αφού ούτε στιγμή στην πολύωρη παράσταση (για να εκλάβουμε ως ενιαίο σύνολο, όπως και είναι άλλωστε) δεν αισθάνεται ο θεατής ότι παρακολουθεί κάτι σαν «θεατρικό αναλόγιο» όπου οι ηθοποιοί του διαβάζουν ή έστω «παίζουν» ένα μυθιστόρημα. Κι αυτό, παρ’ όλο που συχνά η ίδια η παράσταση σου θυμίζει εμφαντικά ότι βγαίνει από βιβλίο: το ανοίγει κάποιο πρόσωπο της δράσης και «διαβάζει» από μέσα μερικές σειρές – ανάσα κι αντίστιξη στην καταιγιστική δράση που προηγήθηκε και που θα ακολουθήσει. Και συχνά, βεβαίως, αναγκαία γέφυρα.
Δεν είναι ένας ο τρόπος που βρήκε η σκηνοθεσία και η πολυμελής ομάδα των ηθοποιών για την απόδοση των αφηγηματικών μερών. Είναι θαυμαστά πολλοί και τόσο σκηνικά επιτυχείς, που σχεδόν δεν θυμάται ο θεατής – με την έννοια ότι δεν έχει επισημάνει ως ξένο σώμα στο θεατρικό λόγο. Δεν υπάρχει σημαντικότερη απόδειξη της ευτυχούς σύζευξης αφήγησης και διαλογικών μερών. Εδώ, βέβαια, έχει παίξει ρόλο και η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου – από τον Σάββα Κυριακίδη αλλά και από τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη κατά την πολύμηνη διάρκεια των δοκιμών. Όπου, καταφανώς, η αφήγηση αντιμετωπίστηκε ως ενεργός υποκριτική ύλη, και μάλιστα ιδιαίτερα προκλητική, και όχι ως ανενεργός σκηνικά λόγος, κάτι που έπρεπε απλώς να ειπωθεί για να πάει η δράση παραπέρα. Έτσι, σκέψεις, σχολιασμοί, αντιδράσεις, αφανείς εσωτερικοί κραδασμοί – οτιδήποτε της αφήγησης μεταστοιχειώνεται στη σκηνή σε δραματικό υλικό με αβίαστο και αφοπλιστικό στην απλότητά του τρόπο.
Μέσα σε ένα πανέξυπνα λιτό όσο και επιβλητικό σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου), «εποχής» όσο και «σύγχρονο», το οποίο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο ή να φιλοξενήσει σε κάποια γωνιά του μια εντελώς αλλιώτικη εικόνα, η σκηνοθεσία ακολούθησε την ποικιλία υφών που χαρακτηρίζει το ντοστογιεφσκικό κείμενο. Δράμα, φάρσα, ιλαροτραγωδία, θρίλερ, γκροτέσκο, κομεντί, τραγωδία, ρεαλιστικό ή ψυχολογικό θέατρο – και τι δεν μετέρχεται ο συνεχώς μεταβαλλόμενος, και αβυσσαλέος, κόσμος του μεγάλου δημιουργού. Μέγα επίτευγμα της παράστασης ότι προήλθε ανάλογα ύφη χωρίς ούτε την ενότητά της να απωλέσει ούτε το ρυθμό ούτε την ατμόσφαιρά της. Γιατί είχε εξαρχής σχεδόν εγκαταστήσει μια δική της ατμόσφαιρα, πρόσφορη να υποδεχτεί και να υπηρετήσει την ποικιλία των οιωνεί «αυτοσχεδιασμών» του συγγραφέα. Και η οποία αποσκοράκιζε και την υπόνοια καν μιας διαδοχής εικόνων από κλασικά εικονογραφημένα.
Ο βασικός ήρωας του έργου, ο «ηλίθιος», είναι ένα πρόσωπο που αντιτάσσει μια σπάνια, δυσεύρετη, τότε (1868) όσο και σήμερα (αν όχι ανέκαθεν), καλοσύνη, αθωότητα και πραότητα απέναντι τόσο στα θεωρούμενα ως ανθρώπινα χαρίσματα της ευφυΐας, της επιτηδειότητας, της καπατσοσύνης, της ευστροφίας, όσο και απέναντι στην κακότητα, τα πάθη, ερωτικά και άλλα, ή ακόμη και στα κακοποιά ένστικτα. Μέσα από αυτόν τον τόσο αμφιλεγόμενο ήρωα, του οποίου οι αντιδράσεις σου προκαλούν όχι μόνο απορία και δέος αλλά και απόγνωση ή και θυμό ορισμένες φορές, ο Ντοστογιέφσκι ψαύει τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και τα αδιόρατα νήματα συμπεριφορών και στάσεων ζωής. Κοινωνικά ζητήματα, χριστιανικές παράμετροι, πολιτικό υπόβαθρο, ακόμα και μεταφυσική διάσταση υποφώσκουν και έχουν δια μακρών απασχολήσει τους μελετητές του ντοστογιεφσκικού έργου, και του «Ηλίθιου» ειδικότερα.
Προσωπικά, μου φαίνεται αδύνατο πλέον να ανακαλέσω στην μνήμη μου τον «ηλίθιο» ήρωα του Ντοστογιέφσκι χωρίς να έχει τη μορφή του ηθοποιού που τον υποδύθηκε στην παράσταση της Πειραματικής: του Βασίλη Ανδρέου. Καλός ηθοποιός, έχει ερμηνεύσει καλά και άλλους μεγάλους και μικρούς ρόλους, αλλά αυτή η ερμηνεία, αυτή η εμβρόντητη όχι μόνο εξωτερικά, μερικές φορές, αλλά εσώτατα και δια παντός – έχει γραφτεί ανεξίτηλα στη μνήμη. Έξοχη ερμηνεία, ίσως η κορυφαία της (περασμένης τουλάχιστον) θεατρικής περιόδου.
Αλλά δεν ήταν και η μόνη ερμηνεία επιπέδου στην παράσταση αυτή. Ο Δημήτρης Ήμελλος έφερε συγκλονιστικά το καυτό αίμα και την παγερή σκοτεινιά του Ραγκόζιν. Η Μαρία Ναυπλιώτου όλη τη γοητεία και την αυτοκαταστροφική σύγχυση μιας έκπαγλης αλλά και ανήκεστα πειραγμένης ύπαρξης. Η Δέσποινα Κούρτη απέδωσε την Αγλαΐα Ιβάνοβνα τον εσωτερικό βρασμό μιας σοβαρά σκεπτόμενης μεν αλλά αμφίθυμης κι ακαταστάλακτης νεαρής γυναίκας, ο Νίκος Καρδώνης την αποτρόπαια ανθρώπινη χθαμαλότητα του Λέμπεντεβ, ο Στάθης Γράψας, ο Δημήτρης Παπανικολάου, η Μαρία Σαββίδου (οι τρεις του ιδίως) αλλά και όλοι οι άλλοι άξιοι ηθοποιοί της παράστασης ζωντάνεψαν συναρπαστικά επί σκηνής τα πρόσωπα αυτής της μυστήριας γκριμάτσας ντοστογιεφσκικού κλαυσίγελου.
01.01.2008, Αγγελικόπουλος Βασίλης «Κριτική», www.hridanos.gr