Κρύα μύτη, ζεστή καρδιά

«Χρειάστηκαν δύο ώρες για να εξαντληθούν τα εισιτήρια για τη παράσταση Μασκαράτα. Κι όμως, ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός εξηγεί στη Ματίνα Καλτάκη πως δεν μπορεί ακόμη να αξιολογήσει τη σχέση του με το κοινό»

Πρωτομιλήσαμε παραμονές της πρεμιέρας της Περιπέτειας, της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, το 1995. θυμάμαι είχες άγχος για την ύπαρξή σου στο χώρο…
Η Περιπέτεια ήταν η δεύτερη σκηνοθεσία μου μετά το Πεθαίνω σα Χώρα στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. Η πραγματική αγωνία μου τότε ήταν ότι δεν είχα εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να δουλεύω συστηματικά. Έχω ανάγκη να δουλεύω συνεχώς, θέλω να ζω μέσα από το θέατρο γιατί αυτό είναι το πάθος μου. Είναι κοινότοπο, αλλά είναι έτσι: Όταν κάνεις κάτι που αγαπάς, είσαι ευτυχισμένος. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς πάθος, δεν μπορώ να δουλέψω δίχως πάθος. Τότε, λοιπόν, δεν είχα ιδέα ποια θα είναι η εξέλιξη της δουλειάς μου, αν θα έβρισκε αποδέκτη – κι ακόμη δε ξέρω…

Έλα τώρα, τα εισιτήρια για τη Μασκαράτα εξαντλήθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο!
Όταν τρέχεις σε αγώνες, δεν έχεις χρόνο να κοιτάξεις την ώρα, απλώς κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι βράδιασε. Θέλω να πω, στη φάση που βρίσκομαι τρέχω, δεν μπορώ να αξιολογήσω τη σχέση μου με το κοινό ή το χώρο που δουλεύω, δεν έχω τίποτε να αξιολογήσω, κάθε μέρα αλλάζω, κάθε μέρα όλα αλλάζουν. Για την ώρα κάνω τη δουλειά μου, όπως αναπνέω. Όταν καταλάβω ότι βράδιασε, θα κοιτάξω πίσω.

Μπορεί το διάστημα των 12 χρόνων που σκηνοθετείς συστηματικά ν’ αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία. Ωστόσο, δεν μπορεί, θα έχεις αλλάξει άποψη για πολλά.
Οπωσδήποτε. Η εμπειρία σ’ ένα υπερεπάγγελμα όπως αυτό του σκηνοθέτη σε καθιστά ικανό να εμβαθύνεις περισσότερο στα μυστήρια της ζωής, κατ’ αρχάς μέσα από τους ηθοποιούς, που είναι πραγματικό σου υλικό και ο πρώτος παραλήπτης κάθε σκέψης και ιδέας σου. Στην έως τώρα πορεία μου σιγουρεύτηκα για δύο πράγματα. Πρώτα, για την αξία της υπομονής. Νομίζω ότι η σκηνοθεσία είναι η τέχνη της υπομονής: Υπομονή απέναντι στο ανθρώπινο φαινόμενο, στις ιδιαιτερότητες των ηθοποιών, στις ιδέες που δεν αποκαλύπτονται αμέσως, στο ότι συχνά κάτι φαίνεται καλό αλλά την επόμενη νιώθεις ότι πρέπει ν’ αρχίσεις ξανά από το μηδέν. Το δεύτερο που έμαθα είναι ότι είναι πολύ δημιουργικό να δείχνεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύεις μαζί. Έμαθα και κάτι ακόμη: το δυσκολότερο στο θέατρο είναι να διατηρείς κρύα μύτη και ζεστή καρδιά, να ισορροπήσεις δηλαδή μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Η ικανότητα να αντιμετωπίζεις ψυχρά τα πράγματα σε οδηγεί κατευθείαν στη φόρμα, που εμένα δεν με ενδιαφέρει. Από την άλλη ο πολύς συναισθηματισμός σ’ εμποδίζει να κρίνεις, άρα να αντιμετωπίζεις σωστά τα ζητήματα που προκύπτον. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι ο σημερινός ηθοποιός πρέπει να παίζει «θέμα», όχι ρόλο.

Εσύ, δηλαδή, επιλέγεις θέματα;
Και όμως, ναι. Θέματα επιλέγω, όχι συγγραφείς. Συνέβη να έχω ασχοληθεί πιο πολύ με Ρώσους συγγραφείς, αλλά επειδή κουβαλώ τα θέματά τους κανονικά στους ώμους μου. Για να δουλέψεις όμως με θέματα προϋποτίθεται ότι έχεις συνεργάτες με τους οποίους μπορείς να συνομιλήσεις επί της ουσίας. Αλλιώς, δεν καταφέρνεις τίποτε. Το λέω γιατί το πολύ θέαμα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κουλτούρα δίνει τη ψευδαίσθηση ότι όλα μπορούν να γίνουν, ότι όλα είναι εύκολα. Αυτό είναι ψέμα. Εκτός αν είσαι από τους σκηνοθέτες που προκαθορίζουν τη φόρμα και περιμένουν από τους άλλους να την εκτελέσουν. Αυτός ο θεατρικός τρόπος δε με αφορά, δεν μ’ ενδιαφέρει να φτάνω κατευθείαν στο σημείο προορισμού.

Η φόρμα, όντως, μπορεί να εξελιχθεί σε φυλακή για το δημιουργό. Αλλά υπάρχει αντίλογος: Η φόρμα δίνει στίγμα, προσωπικό ύφος…
Η φόρμα πολλές φορές ταυτίζεται με ευκολίες και η ευκολία είναι έξω από τη φιλοσοφία της θεατρικής τέχνης. Το θέατρο έχει να κάνει με τη σπορά και τη γέννηση. Τώρα, βεβαίως, καλλιτέχνες που θαυμάζω είχαν υπογραφή, προσωπικό ύφος, αλλά και κάτι που κάθε φορά προκαλούσε έκπληξη. Καλό είναι οι παραστάσεις μας να μη μοιάζουν μεταξύ τους. Περιμένω το καινούργιο με το οποίο θα ξαφνιάσω κατ’ αρχάς τον εαυτό μου.

Νιώθεις ότι υπήρξες τυχερός στη ζωή σου;
Ήμουν τυχερός γιατί συναντήθηκα με αξιόλογους ανθρώπους. Ένας από αυτούς, λ.χ. είναι ο Θοδωρής Αμπαζής, ένας συνθέτης που έβαλε διαχωριστική γραμμή μεταξύ της μουσικής για το θέατρο και της μουσικής σύνθεσης για το θέατρο, τόσο με την ποιότητα της δουλειάς του όσο και με τον τρόπο που αυτή παρακολουθεί και τελικά συμβάλλει στο δέσιμο μιας παράστασης. Για μένα είναι ευτυχής συγκυρία που έχω το Θοδωρή κοντά μου και είναι χρήσιμο και για τους ηθοποιούς να βλέπουν δύο ανθρώπους να επεξεργάζονται από κοινού ένα θέμα.

Στο Φεστιβάλ Αθηνών έρχονται παραστάσεις που μπορεί να ανήκουν στο ρεπερτόριο ενός θεατρικού σχήματος και να παρουσιάζονται για χρόνια. Δεν είναι πια καιρός το ίδιο να συμβαίνει και με ελληνικές παραστάσεις;
Και ‘γω νομίζω ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει ως προς αυτό. Μια ουσιαστικά επιτυχημένη παράσταση είναι περιουσία ενός θεάτρου, της θεατρικής ζωής ενός τόπου, σχολείο και για τους ηθοποιούς και για τους θεατές. Η Πριγκίπισσα Τουραντό ανέβηκε στην πεινασμένη Μόσχα του 1922 και συνέχισε να παίζεται έως τη δεκαετία του ’60. Κάτι σημαίνει αυτή η διάρκεια.

Δεν έχει τύχει να διαβάσω κάπου για τη μέθοδο με την οποία δουλεύεις.
Δεν έχω «αντικλείδια» για κανένα συγγραφέα, ούτε για τον Ρώσο, ούτε για τον Άγγλο, ούτε για τον Παπαδιαμάντη που λατρεύω, για κανέναν. Κάθε φορά ξεκινάω από το μηδέν συνδυάζοντας το είδος του ηθοποιού που έχω απέναντί μου με το υλικό που έχει να παίξει. Άλλοτε πετυχαίνω το συνδυασμό και άλλοτε όχι, ανάλογα με τη στιγμή. Η πρόβα είναι μία διαδικασία ερευνητική που συνδυάζει μεγάλες και πολύ μικρές στιγμές – είναι μια αέναη πορεία από το μικρό στο μεγάλο κι από το μεγάλο στο μικρό. Πώς οι ζωγράφοι έχουν την πολυτέλεια να κάνουν σκίτσα και να δουλεύουν πάνω σε αυτά και πολλές φορές τα σκίτσα τους να γίνονται διάσημα; Για μας οι πρόβες είναι σαν σχέδια: κάθε μέρα κάτι συλλαμβάνουμε, το βάζουμε στο χαρτί, στην πορεία το μουτζουρώνουμε, το τσαλακώνουμε, το πετάμε. Και ξαναρχίζουμε.

Εκτός από τη δουλειά με τους ηθοποιούς, υπάρχει και η δουλειά για την υφή της παράστασης, που συχνά γίνεται εκτός πρόβας. Η δουλειά με το συνθέτη, λ.χ., εν προκειμένω με τον Θοδωρή Αμπαζή, έχει να κάνει με συζητήσεις με το τι μας αφορά σήμερα, όταν όλα αλλάζουν από μέρα σε μέρα, και όχι με το τι είναι ωραίο και τι άσχημο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρώτο θέατρο, το αρχαίο δράμα, αφορούσε άμεσα τη ζωή της πόλης, μιλούσε γι’ αυτήν.

Στην Ελλάδα η Μασκαράτα έχει ξαναπαρουσιαστεί;
Απ’ όσο ξέρω, όχι. Η Μασκαράτα είναι γραμμένη σε έμμετρο λόγο, γι’ αυτό και η μετάφραση της είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Για την παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών ο Στρατής Πασχάλης καταθέτει μια πολύτιμη μετάφραση σε 13σύλλαβο στίχο ή 14σύλλαβο στίχο και με ομοιοκαταληξία. Εδώ η μάσκα του ποιητή είναι ο στίχος, κι ο στίχος η μάσκα για να εκφραστεί με απλότητα ο πολύπλοκος σε αισθήματα και σκέψη λόγος ενός ανθρώπου που αναμετρήθηκε με την άβυσσο στα είκοσί του, έγραψε λίγο και σύντομα σκοτώθηκε από σφαίρα σε μονομαχία. Το έργο του Λέρμοντοφ σηματοδοτεί την απαρχή του ψυχολογικού ρεαλισμού στην ποίηση και στο θέατρο, που μ’ ενδιαφέρει σ’ όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές του.

26.06.2008, Καλτάκη Ματίνα «Κρύα μύτη, ζεστή καρδιά», www.lifo.gr

 

Για το link πατήστε εδώ