Θα έλεγε κανείς ότι φέτος είναι η χρονιά του.
Ως Αλφρεντ Ιλ στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Φρίντριχ Ντίρενματ, που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, ο Γιάννης Φέρτης αποθεώνει έναν λαϊκό ρόλο με ευτελέστατα στοιχεία, κόντρα στο προφίλ του. Ως Κόντε Θεομάχος στην ταινία του Τώνη Λυκουρέση «Σκλάβοι στα δεσμά τους» (αρχές Φεβρουαρίου στις αίθουσες), δίνει μαθήματα ερμηνείας. Ο ρόλος τού χάρισε, άλλωστε, το Κρατικό Κινηματογραφικό Βραβείο α’ ανδρικής ερμηνείας. Σχεδόν πενήντα χρόνια ηθοποιός, ο Γιάννης Φέρτης παραμένει πρωταγωνιστής με όραμα, γοητευτικός, κλασικός και, όταν χρειαστεί, μοντέρνος.
Με εξαίρεση την ταινία του Παντελή Παγουλάτου «Όνειρα γλυκά» (2002), είχατε πολλά χρόνια να παίξετε στο σινεμά. Δεν τύχαινε ή το αποφεύγατε;
Δεν έτυχε. Γενικώς, είμαι εκτός όσον αφορά και το σινεμά αλλά και το θέατρο. Εννοώ ότι δεν κουνάω το δαχτυλάκι μου. Μου έρχονται προτάσεις και αποφασίζω ποιες θα δεχτώ και ποιες θα απορρίψω. Μου είχαν κάνει ορισμένες προτάσεις για ταινίες, αλλά είτε δεν μπορούσα γιατί έπαιζα στο θέατρο είτε δεν μου άρεσε το σενάριο. Δεν ήταν όμως πολλές.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να πείτε το «ναι» σε μια πρόταση;
Στο θέατρο παίζει ρόλο το έργο και ο σκηνοθέτης. Στο σινεμά νομίζω ότι λειτουργώ πιο πολύ στην τύχη και ακολουθώ το ένστικτό μου. Υπάρχουν παράγοντες που δεν μπορείς να ελέγξεις: η παραγωγή ή ακόμα και ο σκηνοθέτης, σε περίπτωση που δεν έχεις ξαναδουλέψει μαζί του. Ενώ οι ηθοποιοί τού θεάτρου, λίγο-πολύ, γνωρίζουμε τους σκηνοθέτες. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι δεν παρακολουθώ πολύ τον ελληνικό κινηματογράφο. Γενικά δεν βλέπω ιδιαίτερα σινεμά, και όταν αποφασίσω να το κάνω προτιμώ τις ξένες ταινίες. Συνήθως έχουν περισσότερο ενδιαφέρον. Οι ελληνικές ταινίες έχουν και μικρά μπάτζετ. Όταν γυρίζαμε τα “Όνειρα γλυκά” είχα το μυαλό μου μέχρι και στα οικονομικά και προσπαθούσαμε να τελειώνουμε γρήγορα τις σκηνές για να κερδίσουμε χρόνο.
Υπάρχουν σκηνοθέτες του σινεμά με τους οποίους θα θέλατε να δουλέψετε;
Δεν το έχω σκεφτεί έτσι ακριβώς, ότι δηλαδή θα ήθελα να δουλέψω με κάποιους οπωσδήποτε. Αλλά οι πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι φυσικά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Παντελής Βούλγαρης. Υπάρχουν και άλλοι ταλαντούχοι.
Πιστεύετε ότι ένας κακός ρόλος σώζεται από έναν καλό σκηνοθέτη και το ανάποδο;
Στο θέατρο ένας καλός ηθοποιός σώζεται και ένας κακός καταστρέφεται. Είσαι εκτεθειμένος, δεν μπορείς να κρυφτείς. Στο σινεμά ένας μέτριος ηθοποιός, αν φωτιστεί κατάλληλα, μπορεί να σε πείσει ακόμα και σε μια δραματική σκηνή. Στον χώρο του κινηματογράφου, βέβαια, έχουν πολλά κολλήματα. Είναι πιθανόν να κοπεί μια σκηνή στο μοντάζ, επειδή ο φωτισμός στο τάδε αριστερό σημείο του πλάνου δεν ήταν καλός ή γιατί κουνήθηκε η κάμερα, παρ’ όλο που η ερμηνεία ήταν καλή. Η σκηνή θα αντικατασταθεί με άλλη, στην οποία μπορεί να είναι μέτριος ο ηθοποιός. Το ίδιο ισχύει και στην τηλεόραση.
Λέγατε πριν ότι δεν κουνήσατε το δαχτυλάκι σας και ότι δεν είχατε στρατηγική καριέρας ή ρόλων. Τα αφήνατε όλα στην τύχη;
Το σίγουρο είναι ότι με ενδιέφερε το θέατρο. Έπαιξα βέβαια αρκετές φορές στο σινεμά το ’60-’70 για να βγάλω χρήματα και να τα επενδύσω στο θέατρο που είχαμε με την Ξένια Καλογεροπούλου. Μια χρονιά είχα τρεις ταινίες, χωρίς καν να διαβάσω τα σενάρια. Ήξερα ότι επρόκειτο για κάτι μελό και ότι αν τα διάβαζα, μπορεί και να μην ήθελα να τις κάνω. Δεν με ενδιέφερε όμως, έπρεπε να βάζουμε χρήματα στην μπάντα, ώστε να πληρώνουμε τους πάντες, ακόμα και όταν το θέατρο δεν θα πήγαινε καλά. Έχω, φυσικά, παίξει και σε ταινίες με ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι ότι τον κινηματογράφο δεν τον κυνήγησα ποτέ. Ούτε το θέατρο, αλλά μου ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Στο δεύτερο έτος της σχολής, με έβγαλε ο Κουν κατ’ ευθείαν πρωταγωνιστή. Το ίδιο έκανε και με τη Μάγια Λυμπεροπούλου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη, με τις οποίες ήμουν συμμαθητής. Άρχισα αμέσως να παίζω πρωταγωνιστικούς ρόλους. Είμαι από τους τυχερούς. Είχα πάντα προτάσεις. Δεν ένιωσα την αγωνία πώς θα ζήσω, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς καλλιτέχνες και αναγκάζονται να κάνουν και επιλογές τις οποίες δεν θα έκαναν σε άλλη περίπτωση.
Οι δικοί σας συμβιβασμοί περιορίζονται σε αυτούς που κάνατε αναγκαστικά ως θιασάρχης;
Τότε έκανα τους περισσότερους. Συμβιβασμούς, όμως, κάνουμε πάντα. Υπάρχουν πολλές μορφές συμβιβασμού στην τέχνη: το να παίζεις με έναν ηθοποιό που δεν σου πολυαρέσει ή να μην καταφέρνεις μια σκηνή και να αρκείσαι να την παίζεις συμπαθητικά. Φαντάζομαι ότι γίνεται και χωρίς συμβιβασμούς. Αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένος να μην κάνω. Δεν είμαι αφοσιωμένος μόνο στην τέχνη. Ίσως τότε να μην έκανα συμβιβασμούς. Κάνω τη δουλειά μου όσο μπορώ καλύτερα, αλλά έχω το ένα πόδι στη ζωή. Νομίζω ότι αν είσαι αφοσιωμένος μόνο στην τέχνη, αφήνεις ένα άλλο κομμάτι κενό.
Στο κομμάτι της ζωής είστε πλήρης, όπως και στο θέατρο;
Είμαι ευχαριστημένος. Έκανα ό,τι ήθελα. Πήγαινα και έβλεπα τον Παναθηναϊκό στο γήπεδο και μετά έτρεχα στην παράσταση. Τώρα δεν μπορώ να το κάνω. Ξενυχτούσα πολύ, έπαιζα χαρτιά. Θυμάμαι μια φορά τελειώσαμε από μια παράσταση και πήγαμε με τους συναδέλφους για χαρτί. Παίζαμε όλο το βράδυ και την επόμενη μέρα πήγαμε κατ’ ευθείαν για παράσταση. Με λίγα λόγια, εκτός από την τέχνη, γούσταρα και όλα τ’ άλλα.
Λέγατε πριν ότι σας ήρθαν εύκολα. Δεν νιώθετε ότι τα οφείλετε στο ταλέντο σας ή στη μεγάλη προσπάθεια που κάνατε;
Ξέρετε πόσα ταλέντα δεν είχαν ευκαιρίες; Εγώ έτυχε να πάω στο Θέατρο Τέχνης. Υπήρχε νέος ηθοποιός, ο οποίος έφυγε για την Αμερική. Ο Κουν διάλεξε τότε εμένα. Εντάξει, προφανώς κάτι είδε. Δεν ήταν, όμως, τύχη που το τρίτο έργο που έπαιξα ήταν το “Γλυκό πουλί της νιότης” με τη Μελίνα Μερκούρη; Σε κάποιες περιπτώσεις έχω προσπαθήσει, σε άλλες όχι. Έχασα και ευκαιρίες. Δεν το λέω με παράπονο. Έκανα πολύ καλά. Πιθανόν να ήμουν ερωτευμένος. Έκανα τη δουλειά μου αλλά μερικές φορές τα μυαλά μου ήταν αλλού, όπως στο πώς θα ανεβώ σε ένα βουνό να κόψω λουλουδάκια.
Για το «Σκλάβοι στα δεσμά τους» δουλέψατε με έναν σκηνοθέτη της γενιάς σας. Σας ενδιαφέρουν συνεργασίες και με νεότερους δημιουργούς, να μπαίνετε σε βαθιά νερά;
Ο Παγουλάτος ήταν περίπτωση νέου σκηνοθέτη. Είχε κάνει μόνο δύο μικρού μήκους. Δεν έχω κανένα θέμα με το αν ένας σκηνοθέτης είναι νέος ή παλιότερος. Όσον αφορά τον Λυκουρέση, δεν είχα δει άλλη ταινία του. Είχα διαβάσει το βιβλίο και με κέντρισε το σενάριο, ο ρόλος και η συζήτηση που κάναμε. Δούλευε την ιδέα χρόνια και πείστηκα ότι μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Όταν ξεκινάς μια δουλειά, παίρνεις ούτως ή άλλως το ρίσκο της αποτυχίας.
Η συγκεκριμένη ταινία, βέβαια, σας χάρισε το βραβείο α’ αντρικού ρόλου.
Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Μπορεί η ερμηνεία μου να ήταν μέτρια και να το πήρα επειδή δεν υπήρχαν άλλες καλύτερες. Ή για άλλους λόγους που δεν γνωρίζω. Δεν αντιμετωπίζω ένα βραβείο ως επιβράβευση.
Ποια είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση για σας;
Όταν μου λέει “μπράβο” ένας συνάδελφος. Και εγώ όταν πηγαίνω στο θέατρο, πηγαίνω ως απλός θεατής, όχι ως κριτής. Νομίζω ότι δεν έχω και τα κότσια να γίνω αληθινός κριτής. Θέλω να παρακολουθώ μια παράσταση με το συναίσθημα που είχα όταν ήμουν νέος και ξετρελαμένος με το θέατρο.
Έχετε χάσει αυτή την τρέλα;
Όταν ήμουν 15, 16 και 17 χρόνων ήμουν σε κατάσταση τρέλας όταν πήγαινα στο θέατρο. Όταν μπήκα στον χώρο, χάθηκε κατά κάποιο τρόπο η μαγεία. Πιθανόν, όμως, ένα κομμάτι της διατηρείται μέχρι σήμερα.
Να γυρίσουμε στην ταινία τού Λυκουρέση. Ποιο κοινό αφορά μια ταινία εποχής; Ποιο είναι το διαχρονικό της μήνυμα;
Το θέμα είναι αν η ταινία και η ιστορία της θα λειτουργήσουν στο κοινό. Μιλάμε για την εποχή όπου άλλαζαν οι τάξεις. Οι καημένοι κόντηδες ξέπεφταν χωρίς να το πάρουν είδηση και ανέβαινε η αστική τάξη. Ο Κόντε Θεομάχος, που υποδύομαι, δεν θέλει να το καταλάβει. Είναι χρεοκοπημένος και αναγκάζεται να παντρέψει την κόρη του με έναν ανερχόμενο γιατρό. Τον σνόμπαραν γιατί ο πατέρας του γυρνούσε στις γειτονιές και πουλούσε γιαούρτια για να σταθεί στα πόδια του. Μπορούν να βρεθούν αντιστοιχίες με τη σημερινή εποχή. Το ίδιο ισχύει και για τη “Γηραιά κυρία” που παίζουμε στο θέατρο με την Μπέτυ Αρβανίτη. Γραμμένο το ’55, μιλάει για καταπιεσμένους ανθρώπους που μπορούν να φτάσουν μέχρι το φόνο για τα χρήματα.
Με τον Λιβαθινό ξανάγινα 25 χρόνων
Πώς δεχτήκατε να παίξετε στην «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» έναν τόσο κόντρα ρόλο, έναν 65άρη μπακάλη, λαϊκό χαρακτήρα με ευτελή στοιχεία;
Τις περισσότερες φορές που διαβάζω έναν ρόλο, αναρωτιέμαι, αν μπορώ να τον παίξω. Και οι άλλοι μου λένε “μα γιατί να μην μπορείς; Είσαι τρελός;”. Το ίδιο συνέβη και σε αυτή την περίπτωση. Έχω φοβερές ανασφάλειες.
Έπειτα από τόσα χρόνια λαμπρής καριέρας δεν έχετε καταφέρει να τις καταπολεμήσετε;
Δεν σταματούν ποτέ. Ίσως και να είναι καλό που συμβαίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρώ τις ανασφάλειές μου, επειδή μου κάνουν καλό. Τι να κάνω, όμως, αφού υπάρχουν; Μπορεί να μου πουν πέντε άνθρωποι ότι είμαι καλός σε έναν ρόλο, κι ένας έκτος να θεωρεί ότι είμαι κακός. Ε, θα πάω με το μέρος του.
Η συνεργασία με τον Στάθη Λιβαθινό πώς ήταν;
Είχα δει παραστάσεις του που μου άρεσαν πολύ. Είναι ένας πάρα πολύ καλός σκηνοθέτης. Εξακολουθώ να το πιστεύω και τώρα που δουλέψαμε μαζί. Όταν κάναμε πρόβες ξανάγινα 25 χρόνων. Δουλεύαμε με ανατροπές, χωρίς να θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Κάναμε αυτοσχεδιασμούς και δεν ξέραμε τι θα κρατήσουμε και τι θα αλλάξουμε. Μέχρι σωματικές ασκήσεις για να λυθεί το σώμα κάναμε πριν από την πρόβα. Δεν είχα κάνει ασκήσεις ούτε στο θέατρο ούτε στη ζωή. Δουλέψαμε πολύ και διαπίστωσα για άλλη μια φορά ότι δεν μπορείς να ξέρεις πώς είναι ένας άνθρωπος, αν δεν τον γνωρίσεις. Γιατί ακούγονται τρέλες, κουταμάρες και ψέματα από ανθρώπους του χώρου μας που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα.
Είστε άνθρωπος με χιούμορ, ωστόσο δεν έχετε παίξει πολλούς αστείους ρόλους.
Έχω παίξει τέτοιους ρόλους παλιότερα. Στην παράσταση του Λεωνίδα Τριβιζά “Καπετάν Σελ Καπιτάν Εσο”, δεκαετία τού ’70, έκανα μια τρελή αδερφή της καλής κοινωνίας. Έχω παίξει κι έναν ακόμα ρόλο πολύ κωμικό και ιδιόρρυθμο. Για να καταλάβετε, προοριζόταν για τον Χρόνη Εξαρχάκο. Όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες αυτός έπαθε πανικό. Ξεμείναμε, λοιπόν, και ζήτησε ο σκηνοθέτης να τον αντικαταστήσω. Είχε κάνει τρομακτική επιτυχία. Ούτε εγώ δεν είχα καταλάβει γιατί. Αισθανόμουν ότι κρατάω το κοινό στα χέρια μου. Ίσως επειδή ήταν κόντρα σε μένα.
Είστε χορτασμένος από χειροκροτήματα και ρόλους ή οι φιλοδοξίες δεν τελειώνουν ποτέ;
Η φιλοδοξία μου να είναι να παίζω σε καλή παράσταση και να είμαι καλός. Αν είμαι κιόλας ο καλύτερος… ακόμα καλύτερα. Αν όχι, δεν πειράζει. Όχι ότι το επιδιώκω. Γιατί αν το μυαλό σου είναι κολλημένο στη σκέψη να είσαι ο καλύτερος, κάτι θα πάει στραβά στη σκηνή ή στη σχέση με τους άλλους ηθοποιούς.
Έχετε απωθημένα; Ρόλους ή συνεργασίες;
«Όχι, από τότε που, δεκαπέντε χρόνια πριν, έπαιξα τον Άμλετ στο “Αμφι-θέατρο” του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ήταν το όνειρό μου. Από παιδί, τα μεσημέρια, μετά το σχολείο και το φαγητό, ανέβαινα στον Λυκαβηττό και διάβαζα τον μονόλογό του. Αυτό δείχνει ότι υπήρχε πάντα στο μυαλό μου. Τον έπαιξα συμπαθητικά. Αλλά αργότερα σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να μην τον είχα παίξει. Γιατί θα μπορούσα να λέω “αν κάνω τον Άμλετ, θα είμαι καταπληκτικός”».
10.01.2009, Παπαϊωάννου Χρυσούλα «Κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ, αλλά με το ένα πόδι στη ζωή – Με τον Λιβαθινό ξανάγινα 25 χρόνων», Ελευθεροτυπία