Η αγάπη βρίσκεται στη σάρκα που ξεσκίζεται απ’ τη δίψα / Η αγάπη βρίσκεται στο λάκκο όπου παλεύουν τα ερπετά της πείνας.
“Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” του Λόρκα στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας”
Φ.Γκ. Λόρκα, Από τη συλλογή: “Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη”
Η γυναικεία τιμή, βασικό στοιχείο της δραματουργίας του Ισπανικού “Χρυσού αιώνα”, είναι επίσης το θέμα του “Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα” του Λόρκα. Παρατηρούμε όμως ήδη από τότε, μια κριτική ματιά των Ισπανών κλασικών απέναντι στο πεπαλαιωμένο μεσαιωνικό “ιδεώδες της ιπποσύνης”, που ήθελε να βλέπει τη γυναίκα ως το ακίνητο, σταθερό σημείο και σύμβολο ενός παγιωμένου, ακλόνητου κόσμου και ως προορισμό του αενάως περιπλανώμενου άνδρα – ιππότη, που επέστρεφε κάθε φορά σε αυτήν. Τα θεατρικά έργα του “Χρυσού αιώνα” βρίθουν έτσι από απελευθερωμένες, αντισυμβατικές ενεργητικές, θετικές γυναικείες μορφές που, αντίθετα με τα παραδεδομένα, παίρνουν την πρωτοβουλία στο παιχνίδι του έρωτα, που μετέχουν στη ζωή και που απορρίπτουν την παθητικότητα του φύλου τους.
Ενώ ο άνδρας – ιππότης, ταγμένος στην υπεράσπιση της γυναικείας “τιμής” και ορκισμένος “φύλακάς” της, έχει αρχίσει να γίνεται μια παρωχημένη και ελαφρώς κωμική φιγούρα του παρελθόντος. Το πραγματιστικό ισπανικό θέατρο του “Χρυσού αιώνα” ανοίγει έτσι δρόμους προς τη σύγχρονη εποχή αλλά η ισπανική κοινωνία στο σύνολό της δεν ακολουθεί, μένοντας προσκολλημένη σε νεκρούς τύπους. Η φανατική προσήλωση στη γυναικεία “τιμή” έχει αρχίσει έτσι να γίνεται ένα συλλογικό νευρωσικό σύνδρομο του Ισπανού άνδρα. Με αυτή την έννοια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Μπερνάρντα του Λόρκα ως “ανδρόβουλη”. Δεν εκπροσωπεί το πανάρχαιο είδωλο της μητριαρχίας, όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά ενσαρκώνει ένα ακόμη είδωλο του ανδρικού νευρωσικού συνδρόμου της “τιμής της γυναίκας”. Κάτι που δεν την κάνει βέβαια ως πρόσωπο λιγότερο τραγική, το αντίθετο μάλιστα. Η Μπερνάρντα δεν υποκρίνεται ούτε ηθικολογεί, αλλά τηρεί πιστά τις αυστηρές νόρμες μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας που έχουν γίνει κανόνας της ψυχής και σάρκα από τη σάρκα της.
Η νέα παράσταση της “Μπερνάρντα” δίνεται στο “Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας” με πρωταγωνίστρια την Μπέττυ Αρβανίτη και ένα επιτελείο λαμπρών ηθοποιών. Σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού (κίνηση Σταύρου Λίτινα) και σε λιτή μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου. Η επισήμανση του Λόρκα ότι αυτό το έργο του είναι ένα “φωτογραφικό ντοκουμέντο”, σωστά, δεν λαμβάνεται από τη σκηνοθεσία στην κυριολεξία της. Το έργο δεν είναι “ρεαλιστικό”, με την έννοια ότι δεν “φωτογραφίζει” την καθημερινότητα μιας ανδαλουσιανής οικογένειας σε δοσμένο χρόνο, αλλά φωτίζει μια άχρονη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί σε ένα επεισόδιο ενός ακήρυκτου και άληκτου “ψυχικού πολέμου” και μπορεί να συμβεί παντού, στις καλές καθολικές οικογένειες της Χιλής και στις λαϊκές γειτονιές του ισλαμικού Χαρτούμ. Ο πόλεμος είναι ανάμεσα στη “φύση” και στους “θεσμούς”, ανάμεσα στην αρχή της ζωής και στο ένστικτο του θανάτου. Το κεντρικό επεισόδιο αυτού του αμείλικτα σκληρού έργου είναι η ερωτική θυσία, η πορεία στη σταύρωση χωρίς ανάσταση μιας νέας γυναίκας, επιλεγμένης ως “παραδειγματικού”, αθώου θύματος. Η τελευταία λέξη του έργου είναι: “Σιωπή!”.
Τα σύμβολα που επιλέγει η σκηνοθεσία για να τονίσει τον μη ρεαλιστικό, μη καθημερινό χαρακτήρα του έργου, δεν είναι πάντα πετυχημένα και μπορεί να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Το εύρημα με τους κουβάδες το νερό που κουβαλούν οι κόρες της Μπερνάρντα σαν άτυπος χορός Δαναΐδων, τίποτε δεν προσθέτει. Ενώ η σκηνή με το μισοφαγωμένο λουκάνικο της Πόνθια και με το πούρο της Μπερνάρντα (τετριμμένα φαλλικά σύμβολα) αφαιρούν από τους ρόλους το αρχετυπικό στοιχείο και τους “γειώνουν” επικίνδυνα. Ο ερωτισμός των γυναικών του έργου δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένο σημείο του σώματός τους, είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο. (Περιλαμβάνω σε αυτή την παρατήρηση και το εξώφυλλο του προγράμματος).
Η Μπέττυ Αρβανίτη με το ένστικτό της, ευτυχώς, αντιστέκεται δίνοντας μια πρώτη εικόνα της ηρωίδας εσκεμμένα μουντή αρχικά, μακριά από την παγίδα του φωτογραφικού, τυπίστικου ρεαλισμού, σαν μέσα σε θολό καθρέφτη, που “νετάρει” όμως εν πορεία. Η τελική έξοχη σκηνή της, με τη λέξη “σιωπή!” να ακούγεται σαν ήχος απόμακρης, ραγισμένης, βραχνής καμπάνας, την απογειώνει στη σφαίρα της άρρητης συντριβής και στον χώρο του τραγικού μεγαλείου.
Η Σμαράγδα Σμυρναίου δίνει μια έκτακτη, ολοζώντανη ποιητική εκδοχή της “τρελής γιαγιάς” που λέει τρομερές αλήθειες, Μαρία – Χοσέφα. Η Αννέζα Παπαδοπούλου χτίζει αντιστικτικά με στέρεα δομικά στοιχεία τον ρεαλιστικό πυλώνα του έργου, τη “λογική” Πόνθια. Η Λουκία Μιχαλοπούλου βάζει την προσωπική σφραγίδα της, έντονη, δίνοντας μια άκρως ενδιαφέρουσα εκδοχή της μικρότερης εξεγερμένης κόρης (Αντέλα), ως γυναίκας – παιδιού που μεγαλώνει απότομα μέσα από το ξύπνημα του πόθου.
Η Τζίνη Παπαδοπούλου (Ανγκούστιας) είναι “στημένη” σωστά. Η Κόρα Καρβούνη δίνει μια ολόγλυφη, όλο αιχμές “μαρτύριο”. Η Εκάβη Ντούμα (Αμέλια) “γράφει” με την κίνηση και η Γωγώ Μπρέμπου (Μαγκνταλένα) με την όψη. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η ολάνθιστη σκηνογραφία. Το τοπίο, φυσικό και ψυχικό, είναι δηλωμένα άνυδρο και γυμνό.
21.11.2010, Πολενάκης Λέανδρος «Ισπανική τραγωδία», Η Αυγή