Η Μοίρα των κειμένων είναι παράξενη. Το «Πεθαίνω σα χώρα» π.χ. του Δημήτρη Δημητριάδη γεννήθηκε, κατά τη δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, μέσα απ’ την εμπειρία του εκείνης της τραγικά γελοίας επιστράτευσης του ’74. Κι είναι φορές που οι σπασμοί θανάτου μιας κοινωνίας, μιας χώρας, γεννούν αριστουργήματα.
Το πεζογράφημα του Δημητριάδη, γεννήθηκε σ’ ένα τέτοιο σπασμό, φέρει πάνω στη μορφή του τα σημάδια μιας τραυματικής εμπειρίας γεννήσεως αλλά δεν είναι αριστούργημα. Είχε βέβαια τη τύχη να υιοθετηθεί από μια «ελίτ» πνευματική η οποία δεν σήκωσε το βάρος της αντίστασης ενάντια στην επτάχρονη τυραννία. Ήταν απούσα και στα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του ’74. Απούσα, είτε με την παρουσία είτε με την απουσία της. Το ίδιο κάνει. Να συμπεράνω πως το «Πεθαίνω σα χώρα» ήρθε σαν άλλοθι και σαν «από μηχανής θεός» για ν’ αποσύρει το βάρος μιας ευθύνης από εκείνους που έπρεπε κανονικά να τη σηκώσουν; Δεν το λέω, το αφήνω στην ιστορία, να το κρίνει. Παίρνω την ευθύνη ωστόσο να πω τη γνώμη μου περ’ από συναισθηματικές εμπλοκής και φορτίσεις, κρίνοντας αντικειμενικά και ψυχρά σήμερα, εικοσιένα χρόνια μετά τα γεγονότα, ότι το «Πεθαίνω σα χώρα» δεν είναι το έπος εκείνο της απίθανα τραγικής μέσα στη γελοιότητά της επιστράτευσης. Δεν είναι αυτό το αντιέπος μιας χώρας που πληρώνει τις αμαρτίες της. Συμπτωματικά γεννήθηκε, βρήκε μέσα από τα γεγονότα εκείνων των ημερών για τα οποία έχουν γράψει άλλοι, και καλύτερα. Έχουν γράψει πριν απ’ αυτά τα γεγονότα, γι’ αυτά τα γεγονότα. Εσαεί. Θα το πω καθαρά, έχουμε τον Θουκυδίδη και το «Πεθαίνω σα χώρα», δεν είναι αντίλογος, δεν είναι καν σχόλιο στον Θουκυδίδη, αποσπάσματα της «Ιστορίας» του οποίου παρατίθενται χωρίς το φόβο της σύγκρισης απ’ το θεατή, στο πρόγραμμα της παράστασης στη β΄ σκηνή του «Θεάτρου της οδό Κεφαλληνίας».
Το «Πεθαίνω σα χώρα» είν’ ένα γλωσσικό παραλήρημα που επιστρέφει στον εαυτό του εκ του ασφαλούς και ανένδοξα, ποντάροντας πάνω στο αφηρημένο ιδεολόγημα της «απώλειας του εαυτού» χωρίς να διακινδυνεύει να τον χάσει και πραγματικά. Έχει όλα τα ελαττώματα των κειμένων που ωραιολογούν πάνω στην ασχήμια. Διαθέτει ένα ρυθμό γλωσσικό, τίποτ’ άλλο.
Υποψιάζομαι πάντως ότι το έργο αυτό του Δημητριάδη, σ’ αντίθεση μ’ ότι ο ίδιος έχει δηλώσει, γράφηκε παλαιότερα, πριν από τα γεγονότα του ’74, στη διάρκεια της δικτατορίας και σαν τραγικός τίτλος του άλλου εκείνου γλωσσικού παραληρήματος, του δικτάτορα Παπαδοπούλου. Αν είχε διακινδυνεύσει τότε να εκδοθεί, στη διάρκεια της χούντας, θα είχε ίσως τη δυναμική προφητεία πάνω στην ασωτία της γλώσσας. Δε βγήκε τότε, βγήκε μετά, «καβάλα» στα γεγονότα της Κύπρου, κι έτσι θα κριθεί, φοβάμαι, από μια ψύχραιμη και νηφάλια εποχή: σε παραβολή με την αληθινή τραγωδία ενός λαού κι όχι με την ψευδεπίγραφη μιας γελοίας δικτατορίας.
Ως λόγος επιμηθεϊκός κι όχι προμηθεϊκός. Γι’ αυτό μίλησα στην αρχή για την παράξενη μοίρα κάποιων κειμένων που χάνουν για ελάχιστο χρόνο καθυστέρησης το τρένο της ιστορίας τους.
Το «πεθαίνω σα χώρα» είν’ επιπλέον ένα πεζογράφημα γραμμένο σε χρόνο αφηγηματικό μιας εποχής χωρίς συγκεκριμένες αναφορές ή στίγματα, ένα χρονικό εν τέλει κι αποσπασματικό ενός άγνωστου χρονογράφου, άγνωστης εποχής. Δεν προοριζόταν για το θέατρο και δεν μπορεί να γίνει θέατρο . Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού προσπάθησε να «μπαλώσει τον ελλειμματικό σκόπιμα χρόνο του υιοθετώντας ένα ύφος αντιηρωικής μπαλάντας κι ένας ρυθμό εξοντωτικό για τους ηθοποιούς, βασισμένο στο μόχθο του Βασίλη Λάγγου, της Άννας Μάσχα και του Γιάννη Νταλιάνη, όμως οφείλω να πω ότι το κείμενο δε τους «βγήκε» και δεν ήταν δυνατό να βγει. Διότι πρόκειται για καθαρή λογοτεχνία, ο Δημητριάδης είν’ ολόκληρος βυθισμένος στη λογοτεχνία, παραπίπτει ασυνείδητα ή συνειδητά συνέχεια σε προγενέστερες συγγραφείς. Ο θεατής θυμάται π.χ. συνέχεια την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη ή το μυθιστόρημα του Λωτρεαμόν και η σύγκριση αποβαίνει δυσμενής για το συγγραφέα Δημητριάδη. Απουσιάζει ο μύθος ή χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα. Ούτε τα σκηνικά του Νίκου Αλεξίου με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό τους ούτε η ανάλογη μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου ούτε οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου καταφέρνουν να αποσύρουν το κείμενο από το χώρο ενός λογοτεχνήματος γραμμένου για ν’ αρέσει.
19.03.1995, Πολενάκης Λέανδρος «Γραμμένο και παιγμένο για ν’ αρέσει», Αυγή