Γαμοπίλαφο με σος Μήδεια

Έγραφα το Σάββατο πως ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο την πλήρη αμηχανία του αλλά συνάμα παγιδεύτηκε στα αδιέξοδα των υποκριτικών μεθόδων

Έγραφα πως ο Στάθης Λιβαθινός ακολουθώντας τη σχολή του, σχολή του ψυχολογικού ρεαλισμού, μια επιστημονικότερη και συστηματικότερη, αλλά και σχηματικότερη εξέλιξη της μεθόδου Στανισλάβσκι, δεν κατενόησε πως τα τραγικά κείμενα ερμηνεύονται εκ του λόγου. Ο λόγος δεν είναι επενδυτής, φόρεμα, κάλυμμα. Είναι το σώμα και η ουσία της μιμήσεως. Ο Λιβαθινός είναι εκ της παιδείας του φορμαλιστής, μιας ένδοξης κατά τα άλλα ερμηνευτικής σχολής που, όπως και η σημειολογία αλλά και η αποδόμηση, κυριολεκτικά κώλωσαν μπροστά στα θεατρικά τραγικά κείμενα και στη δομική τους λιτότητα.

Ποια φόρμα να αναλύσει ο φορμαλιστής όταν οι «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου έχουν ακριβώς ίδια δομή, σύνθεση και διαίρεση με την «Ελένη» του Ευριπίδη. Η ουσία (άγνωστη και απαγορευμένη λέξη στους δομιστές και στους φορμαλιστές) είναι ο Λόγος, όχι η λέξη αλλά το μέγιστον πάντων ο Μύθος και η των «πραγμάτων» σύστασις. Λόγος στα αρχαία ελληνικά δεν σημαίνει «λόγια» σημαίνει «οργάνωση της σκέψης» ή κάτι ανάλογο. Αυτή η έλλειψη επαφής με τον πυρήνα του τραγικού Λόγου ήταν εμφανής και τραυματική στη «Μήδεια» του Λιβαθινού.

Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο από τη φόρμα. Φαινόταν ότι εκκινούσε, κατά την πάγια μέθοδο της Σχολής του, από τους αυτοσχεδιασμούς. Κατ’ αρχάς αυτοσχεδίασε η Μανωλοπούλου. Έφερε ως σκηνικό κάποια στιγμή μια πισίνα, «τεκμηριώνοντας» την άποψή της ότι η υπόσταση της ηρωίδας είναι «νερένια». Παρανάγνωση ή προδοσία του θεμελιώδους μύθου του έργου. Ουσία της Μήδειας είναι το πυρ, εγγονή του Ήλιου, μάγισσα (το πέπλο που στέλνει στη Γλαύκη την κατακαίει), σύμβολο του πυρός που δημιουργεί και καταστρέφει.

Εξάλλου στο γενέθλιό της Καύκασο τιμωρήθηκε ο Πυρφόρος Προμηθέας. Αφού αυθαίρετα η πισίνα θεωρήθηκε εύρημα και έλυσε πολλά προβλήματα υποκριτικής συμπεριφοράς (το μπες-βγες με βαριά τουαλέτα στην πισίνα, τα κόκκινα φωτάκια, οι ξυπόλητες κοπέλες του χορού που έχουν αφήσει τα γοβάκια τους και πλατσουρίζουν είναι μια καλή εξαπάτηση του κοινού να μην προσέχει τους μονότονους σχοινοτενείς μονολόγους του Ευριπίδη), οργανώθηκε γύρω απ’ αυτήν, τι άλλο, μια κοσμική δεξίωση γάμου. Μετά ως αυτονόητο επακόλουθο ήρθαν τα κοστούμια: νυφικά. Αλλά νύφες χωρίς γαμπρούς; Εξάλλου η Πειραματική Σκηνή έχει και άντρες ηθοποιούς. Άρα να, οι γαμπροί, λιγότεροι, βέβαια, υπάρχει ως γνωστόν γενική λειψανδρία.

Κι αφού υπάρχει σε κάθε δεξίωση (ο πειρασμός με οδηγεί να συμπεράνω πως πρότυπο πισίνας και γαμήλιας δεξίωσης είναι οι λαμβάνουσες χώρα στο Ekali Club) ορχήστρα, ναι θέλουμε και ορχήστρα επί σκηνής, βάλε κι ένα άσπρο πιάνο με ουρά. Κορίτσι από σπίτι η Μήδεια δεν θα ήξερε μουσική. Ας παίξει κάποια στιγμή και πιάνο. Εξάλλου ένα πιάνο με ουρά είναι κάτι σαν ντουλάπα, το ανοίγεις και να, βρίσκεις ως μάγισσα το μαγικό δηλητηριώδες πέπλο και πάει λέγοντας.

Είναι δυνατόν οι αριστοκράτες μιας δεξίωσης να είναι χορός τραγωδίας; Όχι. Ο Ευριπίδης θέλει χορό Κορινθίων γυναικών που στην αρχή συμπαρίστανται στο δράμα της προδομένης γυναίκας, αλλά αργότερα ενώπιον της ενδεχόμενης παιδοκτονίας υψώνουν τις πολιτισμικές τους και ως εκ τούτου ηθικές τους απώσεις. Τι κάνουν τα κοσμικά ζευγάρια μπροστά στο δράμα μιας αλλοδαπής. Γελάνε, κάνουν πλάκα, περιπαίζουν και για να της συμπαρασταθούν αργότερα (!) πέφτουν μαζί της χωρίς γοβάκια (είναι εξάλλου πολύ της μόδας η ξυπολησιά και η βουτιά στην πισίνα) στο νερό.

Αλλά υπάρχει και ο έρμος συνθέτης. Ο ταλαντούχος Αμπαζής περιορίστηκε στο ρόλο ενός διασκεδαστή που γράφει για ένα τρίο (πιάνο, πνευστά) χορευτική μουσικούλα και ραδιοφωνικές γέφυρες και χαλιά, που ενίσχυαν συναισθηματικά τους ηθοποιούς που κραύγαζαν για να τα σκεπάσουν. Τα ωραιότατα, από τα αριστουργήματα της αρχαίας τραγικής ποίησης, χορικά του Ευριπίδη έγιναν σπαστά, κομματιαστά, ατακούλες στα στόματα των κοσμικών δεσποινίδων και των γιάπηδων γαμπρών. Όλα θύμιζαν κομπαρσαρία του ’60, όπου ο φιλάνθρωπος σκηνοθέτης έδινε από μια λεξούλα στον καθένα για να μην παραπονιέται.

Αλλά το γούστο το είχε η μοναδική μελωδία που ακούστηκε. Στην αρχή και στο τέλος της παράστασης τα κοσμικά νιόγαμπρα έψαλαν ένα νοσταλγικό τραγούδι για τη «Μακρινή Κολχίδα»! Σας λέω εκεί ο καθένας έπαιζε τον χαβά του. Αν υπήρχε υποτυπώδης ανάγνωση του κειμένου και έπρεπε να εξαρθεί η μοναξιά μιας ξένης σε ένα αφιλόξενο πολιτισμικό περιβάλλον ακόμη κι η μουσική θα έπρεπε να την απομονώνει, να την αλλοτριώνει. Όχι, ο χορός των εγχωρίων τραγουδά νοσταλγικά για την Κολχίδα σε μελωδία που αντλούσε τρόπους από Γεωργιανά μοτίβα!! Αφήστε που το όλον θύμιζε, σκηνικά και χορογραφικά, το «Κλάψε Αρτζεντίνα» του μιούζικαλ «Εβίτα»! Έχω μιαν υποψία: Ο Λιβαθινός δουλεύοντας με τους συντελεστές πάνω στην αυτοσχεδιαστική του μέθοδο, κάπου έφτασε σε αδιέξοδο. Αμηχανούσε. Ποιος θα συνέθετε τα σκόρπια και αλλοπρόσαλλα μεταξύ τους αυτοσχεδιαστικά μοτίβα.

Είχε έναν Κρέοντα που έμπαινε στη σκηνή ως γλεντοκόπος και θρασύς (το κείμενο λέει πως φοβάται και αργότερα υποχωρεί γιατί είναι μαλακός και καλός άνθρωπος!) κρατώντας δύο χρυσά ποτήρια. Γνωστό μοτίβο από σκηνοθεσία του Στούρουα. Πώς δένει αυτό με το σχοινάκι που πηδάει ο παιδαγωγός, τον οποίο κυριολεκτικά καβαλάνε τα παιδιά της Μήδειας; Η λύση υπάρχει στους συντελεστές. Υπάρχει χορογράφος η Μαριέλα Νέστορα. Τι έκανε ο Ρώσος συντελεστής Αντρέι Στσούκιν; Κινησιολογία γράφει το πρόγραμμα. Αυτό έκανε. Έδεσε προφανώς μεταξύ τους τα ασύνδετα, αλλοπρόσαλλα, αντιφάσκοντα μοτίβα.

Διανομή ευθυνών και φορμαλισμός

Υπάρχει κι άλλο ενδιαφέρον στη διανομή ευθυνών. Η Ρωσίδα Ιρίνα Πρόμπτοβα έκανε τη φωνητική προετοιμασία. Αυτό λέγεται φορμαλισμός. Δίδασκε φωνές ερήμην της ελληνικής γλώσσας. Η τοποθέτηση της φωνής, ο ρυθμός του λόγου, η μουσικότητα της εκφοράς είναι ανεξάρτητη από τη σύνταξη, τις αναλογίες φωνηέντων και συμφώνων από τους κύριους και δευτερεύοντες τονισμούς της γλώσσας; Αχταρμάς!

Θα πείτε και τι έκανε ο Λιβαθινός. Δίδαξε υποκριτική, σχέσεις προσώπων. Η υποκριτική που είδαμε κι ακούσαμε στην Επίδαυρο γύριζε το θέατρο στην εποχή της Κοτσάλη, στο μεσοπόλεμο. Ρεαλιστικός στόμφος, ηθογραφία κωμειδυλλίου και υποκριτική σίριαλ. Ξεχαρβαλωμένες φωνητικές χορδές που ωρύονταν μονότονα, μονόχορδα, σχεδόν ούρλιαζαν σαν Ρωμαίοι εκατόνταρχοι.

Μια κακή παράσταση είναι καμιά φορά καθήκον για έναν σκηνοθέτη. Η «Μήδεια» δεν ήταν κακή παράσταση, ήταν μια αήθης παράσταση, αφού προσέβαλε κατ’ αρχάς τον ποιητή εν ονόματι του οποίου έγινε και η είσπραξη! Προσέβαλε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές που φιλοδόξησε σεμνά να κατέβει στο μεταφραστικό στίβο. Έφτυσε πάνω στον λυρισμό του, αποδιοργάνωσε τη λογική των στίχων του και εξαφάνισε μέσα στη βαβούρα το μισό κείμενο.

Ήταν άηθες αυτό το πιλάφι με σος Μήδεια γιατί προσέβαλε την υποκριτική τέχνη. Δεν θα πω την παράδοση, βράστην την παράδοση, την υποκριτική τέχνη ως καλλιτεχνική έκφραση της ανθρώπινης λαλιάς και του ψυχισμού των πολιτισμένων ανθρώπων. Και η αήθης αυτή πράξη γινόταν εγκληματικότερη γιατί εξέθετε στη δημόσια χλεύη ανώριμους, νέου ηθοποιούς αναμφισβήτητα ταλαντούχους, που φάνταζαν κύμβαλα.

Αν δεν ήξερα πόσα σημαντικά προσόντα έχει δείξει ο Μαυριτσάκης (Ιάσων) στα χέρια π.χ. του Γιώργου Μιχαηλίδη μ’ ό,τι είδα θα τον έστελνα να κόψει ξύλα.

Μένει η χαρισματική Κουλίεβα. Γνωρίζει πόσο την εκτιμώ. Θα την ικετεύσω να ξεχάσει αυτό που υπέστη και μας υποχρέωσε να υποστούμε. Να μη βάλει αυτό «το πράγμα» στο βιογραφικό της και άλλη φορά να μην ταυτίζει τις εύλογες φιλοδοξίες της με τις αλαζονείες ενός ταλαντούχου αλλά επηρμένου σκηνοθέτη.

Στάθη Λιβαθινέ, γύρισε σ’ αυτό που ξέρεις καλά, στον Γκόγκολ και στον Ρατζίνσκι.

18.08.2003, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Γαμοπίλαφο με σος Μήδεια», Τα Νέα

 

Για το link πατήστε εδώ