Σκηνογραφικές πρωτοτυπίες στο έργο του Τ. Κούσνερ.
Δεκαπέντε χρόνια ζωής συμπυκνωμένα σε τρεις ώρες θεατρικού χρόνου. Ώρες μαγείας, παιχνιδιού ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, θεάτρου μέσα στο θέατρο, κομμάτια ζωής μέσα στο πλαίσιο μιας τσιρκολόνικης παρωδίας που συχνά έχει πικρή γεύση. Αυτήν την αίσθηση δίνει στο θεατή η «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ ελεύθερη διασκευή του αριστουργήματος του Κορνέιγ «Illusion comique» (Κωμική Φρεναπάτη – 1636) που θα παίζεται από την επόμενη Πέμπτη στο «Από Μηχανής Θέατρο» στο Μεταξουργείο (Ακαδήμου 13 πίσω από το ΙΚΑ στην Πειραιώς) από τη Θεατρική Εταιρεία «Δόλιχος» που πρωτοεμφανίστηκε με την εξαιρετική παράσταση «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Καλινόσκι, που έκανε ξεχωριστή διαδρομή, με ατελείωτες ουρές θεατών. Θα ήταν παράληψη να μην αναφερθεί το ισχυρό δίδυμο που κρύβεται πίσω από αυτές τις δουλειές: ο ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου και ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός.
Σκηνογραφικές πρωτοτυπίες, ενδυματολογικές προτάσεις που συνδέουν το παρελθόν με το σήμερα, στοιχεία που επιδιώκουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στο υπερθέαμα και το θέαμα που συνεπάγεται μια καλόγουστη παράσταση, είναι τα πρώτα που παρατηρείς.
Οι τετράμηνες πρόβες φαίνεται ότι έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο να προσεχθεί κάθε λεπτομέρεια. Κι έπειτα έρχεται το κείμενο. Το «παράξενο τέρας» όπως το αποκαλούσε ο συγγραφέας του Κορνέιγ σε επιστολή του το 1636, γράφτηκε ένα χρόνο πριν από το «Σιντ» που του έδωσε τον τίτλο του σημαντικότερου δραματουργού του γαλλικού μπαρόκ.
Προς τι ο χαρακτηρισμός «παράξενο τέρας»; Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα φάρσας· παρωδίας και τραγωδίας· μια τρέλα που συνοψίζει το πανδαιμόνιο της θεατρικής περιπέτειας· βασίζεται στην απάτη και την αλήθεια· στο θέατρο που ψυχαγωγεί αλλά και διδάσκει· εμπλέκει την τέχνη με τη ζωή.
Η «Φρεναπάτη» από μια περίεργη συγκυρία παρουσιάζεται σε διασκευή του διάσημου Αμερικανού Τόνι Κούσνερ, που έχει αποσπάσει βραβείο Τόνι αλλά και Πούλιτζερ. Ξεχωριστά έργα του, οι «Άγγελοι στην Αμερική», «Ένα Gay φαντασμαγορικό θέαμα γύρω από θέματα Εθνικά, Μέρη Ένα και Δύο» που αποθεώθηκε από τους κριτικούς και ο Χάρολντ Μπλουμ το περιέβαλε στο περίφημο βιβλίο του «Ο κανόνας της δυτικής λογοτεχνίας» (1994).
Το ενδιαφέρον στον Κούσνερ είναι ότι αν και ταυτισμένος κυρίως με τις περιθωριοποιημένες ομάδες, ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες, Εβραίους, σοσιαλιστές αλλά και πολιτικούς ακτιβιστές, επέλεξε να διασκευάσει και άλλα κλασικά έργα εκτός από την Illusion Comique, τη «Στέλλα» του Γκαίτε, τον «Καλό άνθρωπο Σετζουάν» του Μπρεχτ, αποδεικνύοντας ότι πατάει γερά στα πόδια του και δεν είναι δημιούργημα των Αμερικανικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, όπως κάποιοι πιστεύουν.
Ποιές είναι οι παρεμβάσεις του Κούσνερ στο Illusion Comique; Κατ’ αρχήν το συντόμευσε κάνοντάς το τρεις πράξεις – όπως παρατηρεί ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός. Κατάφερε να παντρέψει τον ομοιοκατάληκτο στίχο με τον ελεύθερο, με τη γλώσσα του δρόμου, να το διαποτίσει με το οξύ χιούμορ. Πρόσθεσε ακόμη ένα πρόσωπο, το οποίο, όμως, διευκολύνει την πλοκή χωρίς να αλλάζει σε τίποτε τις προθέσεις του Κορνέιγ.
Όσο για το μύθο του έργου; Θα μπορούσε να θεωρηθεί απλοϊκός. Ένας πατέρας εξαιτίας του άδικου και σκληρού χαρακτήρα του κάνει το γιο του να φύγει από το σπίτι. Ύστερα από απελπισμένη και πολύχρονη αναζήτηση θα καταφύγει στο μάγο Αλκάντρ.
Ο μάγος (δημιουργός) δείχνει πάνω σε μια επιφάνεια με υπερφυσικές ιδιότητες όλες τις περιπέτειες του νεαρού, ενώ ο πατέρας (θεατής) με αγωνία παρακολουθεί την περιπλάνηση του γιο του στα απρόοπτα της τύχης και του έρωτα. Μια ξαφνική ανατροπή μεταλλάσει τη θανάσιμη έκβαση αυτού του πλαστού θεάματος σε χάπι έντ. Ο πατέρας εξαναγκάζεται σε ηθική μεταστροφή και κάθαρση. Παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης: «Η κάθαρση είναι ίσως από τα πιο σημαντικά στοιχεία στο συγκεκριμένο έργο.
Ο πατέρας αναζητώντας το γιο του έχει έντονο το αίσθημα του θανάτου. Φθάνοντας στη σπηλιά του μάγου είναι αποφασισμένος είτε να συνεχίσει να ζει, μέσα σ’ ότι έχει γνωρίσει μέχρι τότε, είτε να βιώσει το διαφορετικό με τη βοήθεια του μάγου. Η συνάντησή τους όμως μοιραία θα σημάνει την κάθαρση. Αυτή η έννοια δεν ξεπεράστηκε ποτέ από το θέατρο και αφορά αποκλειστικά τον θεατή. Στην προκειμένη περίπτωση ο πατέρας είναι και θεατής αφού ζει μια κατάσταση θεάτρου μέσα στο θέατρο. Κι αυτό γίνεται ταυτόχρονα και με τους θεατές. Πρόκειται για μία μέθεξη που μόνο το θέατρο μπορεί να προσφέρει και ποτέ η τηλεόραση. Και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι άνθρωποι του θεάτρου».
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του έργου είναι η ανάδειξη της σχέσης του θεάτρου και ζωής, «έτσι που συχνά να αναρωτιέσαι ποιος ακολουθεί ποιον. Αποδεικνύεται ότι η δύναμη της αλήθειας στο θέατρο δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν της ζωής.
Η τέχνη είναι μια πράξη ελευθερίας, γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας. Σ’ αυτήν δεν υπάρχει χρόνος για γοητευτικά μικροπράγματα, αντίθετα στη ζωή υπάρχει πάντα κάποιος χρόνος. Το έργο προσπαθεί να δείξει ότι η έλλειψη αγάπης δημιουργεί τέρατα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση πατέρα – γιου, αλλά επεκτείνετε και στον κοινωνικό χώρο», συμπληρώνει ο Λιβαθινός.
Η «Φρεναπάτη» παρουσιάζεται σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη, σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού (βοηθός Έρι Κύργια), σκηνικά – κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου, πρωτότυπη μουσική Χάιγκ Γιαζιτζιάν, ξιφογραφία Θάνου Δερμάτη και φωτισμούς Αλέκου Αναστασίου. Παίζουν οι: Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Καρδώνης, Νίκος Χατζόπουλος, Δημήτρης Τάρλοου, Αγγελική Παπαθεμελή, Ναταλία Στυλιανού, Άκις Βλουτής και Δημήτρης Ήμελλος.
09.04.2000, Κουνενάκη Πέγκυ «Φρεναπάτη γεμάτη υπερθέαμα», Η Καθημερινή