Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) είναι ένας σπουδαίος Έλληνας διηγηματογράφος, «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Μ’ εξαίρεση κάποιες μικρές παραμονές στη Χαλκίδα, στον Πειραιά και στο Άγιο Όρος, πέρασε τη ζωή του πότε στον αγαπημένο τόπο καταγωγής του, τη φτωχική αλλά όμορφη Σκιάθο, «τον τόπο της δοκιμασίας και της μικρής αναψυχής» όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος, και πότε στην Αθήνα, «τον τόπο της καταδίκης του … την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών».
Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε φτωχός. Ο κόσμος του είναι αυτός των πονεμένων, όχι των πλουσίων ή των εξευρωπαϊσμένων που έχουν ως κύρια φιλοδοξία τις ανέσεις, τη σταδιοδρομία και την κοινωνική προβολή. Χαρίσματα που τον μάγευαν ήταν η απλότητα, η ευσέβεια, η ανυπόκριτη συμπεριφορά. Θεωρούσε τον απλό άνθρωπο υγιή σ’ αντίθεση με τον πολιτισμένο της Δύσης που μυρίζει ψευτιά, σκηνοθεσία και αρρωστημένη φύση. Ο ίδιος φρόντισε να κρατηθεί αμόλυντος από τη δυτική επιρροή, «τον Λατινικό δόλο». Εσωστρεφής, μοναχικός και εμπράκτως αντισυμβατικός. Την ώρα που η κοσμική και διανοούμενη Αθήνα τον γιόρταζε στον Παρνασσό, αυτός κατέφευγε στο σπίτι ενός ταπεινού μανάβη. Επικεφαλής της τιμητικής του στον Παρνασσό είχε ορισθεί η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του πρίγκιπα Γεωργίου· γι’ αυτόν μίλησαν ο Παύλος Νιρβάνας, ο Φώτης Πολίτης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, η Μυρτιώτισσα, κ.ά. Όλοι ήταν εκεί εκτός από τον ίδιο που απέφυγε το χειροκρότημα και τον λιβανωτό τους. Την ίδια ώρα περνούσε όμορφα ψέλνοντας στο σπίτι του φτωχού Νικόλα Μπούκη, ενώ η μικρή κόρη του νοικοκύρη τον άκουγε με κατάνυξη.
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ταπεινός, αλλά η ταπεινότητά του έκρυβε μεγαλείο. Στα 23 του χρόνια «σάλευε» μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας όπως ομολογεί σ’ ένα γράμμα στον πατέρα του. Τελικά κατάλαβε ότι ο προορισμός του ήταν να γίνει λογοτέχνης. «Θα γίνω συγγραφέας, θα διαβάζω, θα γράφω. Άλλο τίποτε δεν μπορώ να κάνω». Δεν ήθελε διπλώματα, δεν επεδίωξε να γίνει υπάλληλος, δεν εκμεταλλεύθηκε καμιά ευκαιρία για να βγάλει λεφτά. Όσες φορές κέρδιζε χρήματα, τα σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Ήταν ο άνθρωπος των ελαχίστων. Μια φτωχική κάμαρα, ένα μπαλωμένο πανωφόρι, κρασί, ελιές.
Το έργο του θεωρείται ως το μεγάλο χρονικό της ελληνικής φτωχολογιάς. Οι ήρωές του αγαπούν, πονούν, σφάλλουν, ενδεχομένως μετανοούν, και πεθαίνουν. Αγρότες, τσοπάνηδες, εφημέριοι του χωριού, ψαράδες, ναυτικοί, μετανάστες, γυναίκες και κορίτσια του νησιού του, αγύρτισσες, μάγισσες, χήρες, ανεπρόκοποι, καταφρονεμένα ορφανά, δυστυχισμένοι απόκληροι. Είχε το δικαίωμα να γράφει γι’ αυτούς, καθώς ζούσε ανάμεσά τους. Όταν οι φίλοι του τον εξίσωναν με τον Dickens ή τον Poe, αυτός διαμαρτυρόταν: «Δεν μοιάζω με κανέναν απ’ αυτούς, ομοιάζω με τον εαυτόν μου· τούτο δεν αρκεί;»
Μετά από κάποια ιστορικά μυθιστορήματα καλλιεργεί το ηθογραφικό διήγημα. Τα διηγήματά του ξεπερνούν τα 200, αλλά δεν έχουν όλα την ίδια αξία. Ορισμένα μπορούν να χαρακτηρισθούν χρονογραφήματα. Η χριστιανική ευλάβεια, η ελληνοπρέπεια, η λατρεία προς τη φύση και ένα αίσθημα νοσταλγίας διατρέχει την αφήγηση. Γλώσσα του είναι η καθαρεύουσα, διάσπαρτη από φράσεις των εκκλησιαστικών βιβλίων. Οι διάλογοι είναι γραμμένοι στη δημοτική, και προκειμένου για τα σκιαθίτικα διηγήματα στο τοπικό ιδίωμα. Ο λόγος του υποβάλλει συναισθήματα, αναδύει γλυκύτητα και ζεστασιά. Η αρνητική κριτική επεσήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων που πολλές φορές οφείλεται στη διάθεση νοσταλγίας και ρεμβασμού.
Ο Κωστής Μπαστιάς στο δοκίμιό του για τον συγγραφέα (1962, σ. 288) γράφει το εξής εύστοχο: «Ο Παπαδιαμάντης ήταν αληθινός απέναντι στον εαυτό του, αληθινός απέναντι στους άλλους κι αληθινός απέναντι στο Θεό».
Το έργο – Η παράσταση
Η Φόνισσα αποτελεί ένα εκτενές διήγημα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παναθήναια το 1903 με τον υπότιτλο: «Κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ο Γιώργος Θεοτοκάς στη μελέτη του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» (1964, σ. 10) λέει: «Από τη νεοελληνική πεζογραφία θ’ αναφέρω τέσσερα πρόσωπα που δεν ξεχνιούνται: τη Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, τον Πατούχα του Κονδυλάκη, τον Τουρκόγιαννο του Θεοτόκη, τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη. Δεν έχουμε ανάγκη να πιάσουμε πάλι τα βιβλία στα χέρια μας για να ξαναζωντανέψουν οι μορφές τους. Απόκτησαν αυθυπαρξία στη μνήμη μας, ζουν έξω από τα βιβλία».
Η θειά Χαδούλα ή αλλιώς Φραγκογιαννού ήταν μια γυναίκα 60 χρονών, καλοκαμωμένη, με αδρά χαρακτηριστικά και αντρίκιο χαρακτήρα. Πονηρή, ετοιμόλογη, δυναμική, πολυπράγμων, δουλευταρού, οικονόμα, όλη της η ζωή ήταν ένας αγώνας για την επιβίωση. Από μικρή υπηρετούσε τους άλλους: ως παιδούλα τους γονείς της, ως παντρεμένη τον άνδρα της (ήταν σκλάβα και ταυτόχρονα ο κηδεμόνας του), ως μητέρα έγινε δούλα των παιδιών της, ως γιαγιά των εγγονών της. Οι γονείς της ήθελαν να την κουκουλώσουν όπως-όπως. Η μάνα της (φθονερή και κακιά, μια στρίγγλα που ήξερε μάγια) παραφύλαγε μήπως ο “γαμπρός” σκαρώσει στην κόρη της κανα πρώιμο παιδί και μετά ζητά μεγαλύτερη προίκα. Τελικά, της έδωσαν ως προίκα το χειρότερο μερίδιο, ενώ ο πατέρας της κράτησε τα καλύτερα για τον εαυτό του και τον γιο του.
Ο άνδρας της περιγράφεται ως άβουλος, αφελής, εύκολα μπορούσε κανείς να τον γελάσει στο λογαριασμό· γι’ αυτό κι εκείνη τον αποκαλούσε ειρωνικά «ο Λογαριασμός». Από τους γιους της δύο ξενιτεύθηκαν στην Αμερική χωρίς να δώσουν σημεία ζωής («βρήκαν μέλι και κόλλησαν»), ενώ ο τελευταίος «το σκυλί τ’ Αγαρηνό», νταής και βίαιος, κατάφερε να τον κλείσουν στη φυλακή. Έτσι, όλοι οι άνδρες της ζωής της αποδείχθηκαν ανώφελοι ή άχρηστοι. Κι έμεινε μόνη με τα “προβλήματα”, δηλ. τις θυγατέρες που έπρεπε να φροντίσει σα μάνα και πατέρας. Έπρεπε να τις προικίσει (να τους δώσει σπίτι, αμπέλι, αγρό, μετρητά, ρουχισμό) και να ψάξει να βρει τους κατάλληλους γαμπρούς.
Ξενοδούλευε, έκανε τη μαμμή, την ψευτογιάτρισσα, γνώριζε βότανα, έφτιαχνε μαντζούνια και τα πούλαγε ως αλάνθαστα γιατρικά κατά διαφόρων παθήσεων. Έτσι, μαζί μ’ ένα ποσό που είχε κλέψει από τις οικονομίες του πατέρα της και από το κρυφό κομπόδεμα της μάνας της, κατάφερε να χτίσει δυο καλύβια· το ένα γι’ αυτή και την οικογένειά της, το δεύτερο (μικρότερο και φτωχότερο από το πρώτο) για τη μεγαλύτερη κόρη της όταν παντρεύτηκε. Πίστευε ότι η καλύτερη δούλεψη που θα μπορούσε να προσφέρει στη φτωχολογιά, ήταν το στερφοβότανο ή έστω το παλληκαροβότανο. Όμως το πρώτο απαγορεύει η εκκλησία και το δεύτερο δεν πιάνει πάντα. Κάθε που γεννιόταν ένα κορίτσι, ευχόταν να μη σώσει να πάει παραπάνω διότι θα φέρει βάσανα στους άλλους και θα υποφέρει το ίδιο αν ζήσει. Κάθε που πέθαινε ένα κορίτσι, ένιωθε ανακούφιση και χαρά επειδή ο θάνατός του έφερνε το ίδιο στην αιώνια ζωή, και στους γονείς του μια καλύτερη επίγεια ζωή απαλλαγμένη από μαρτύρια. Είχε πάθει τέτοια παράκρουση ώστε ενδομύχως πίστευε ότι οι καλοί χριστιανοί πρέπει να βοηθούν το έργο των Αγγέλων που χαίρονται, όταν υποδέχονται ψυχές νηπίων στον ουρανό! Κατ’ αυτήν το καλύτερο ήταν να μένει μια κοπέλα ανύπαντρη. Η Χαδούλα έβρισκε τη ζωή της βαριά και μάταια. Όταν έδωσαν τ’ όνομά της σε μια εγγονή, κούνησε το κεφάλι και με πικρή ειρωνεία είπε: «Μη τύχει και χαθεί τ’ όνομα»! Η σκληρή ζωή γέμισε την ψυχή της με πίκρα και η πίκρα την εξώθησε σε παραλογισμό. Ψυχρά και αποφασιστικά δολοφονεί νεογέννητα και μικρά κορίτσια. Οι τύψεις που νιώθει δεν την αποτρέπουν από τη συνέχιση των εγκλημάτων. Ξέρει να λέει ψέματα και να υποκρίνεται για να μη γίνει αντιληπτή. Έχει πείσει τον εαυτό της ότι πράττει θεάρεστο έργο και κάποιες σατανικές συμπτώσεις την κάνουν να πιστεύει ότι έχει τη θεϊκή έγκριση! Η Φραγκογιαννού αποτελεί μια από τις δαιμονικές μορφές στο έργο του Παπαδιαμάντη που ανήκει στο Πάνθεον του Κακού. Πρόκειται για ένα ψυχοπαθές άτομο με αβυσσαλέα ψυχολογία και διεστραμμένη σκέψη.
Ο συγγραφέας συμπαθεί μέχρι παρεξηγήσεως τη βασανισμένη γυναίκα, και το αίσθημα της συμπάθειας μεταφέρει στον αναγνώστη. Δεν τον απασχολούν τα νήπια που δολοφονούνται, αλλά η δολοφόνος· εκεί στρέφει όλο το ενδιαφέρον. Με νηφάλιο τρόπο περιγράφει τα «πάθια» της, διεισδύει στον ψυχικό κόσμο και στους βασανιστικούς διαλογισμούς της. Όμως, δεν την δικαιώνει. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο ερημητήριο του Άϊ-Σώστη όπου θα εξομολογηθεί τα κρίματά της («καιρός μετανοίας πλέον…»), και ενώ οι διώκτες την πλησιάζουν, πνίγεται σε μια θάλασσα φουσκωμένη από άγρια κύματα (αν το δούμε μεταφορικά σε μια θάλασσα φουσκωμένη από κρίματα). Το κράτος δεν προλαβαίνει να την πιάσει και να τη δικάσει, αλλά και κείνη δεν προλαβαίνει να φτάσει στον τόπο της μετανοίας της. Η ίδια η φύση με τους νομοτελειακούς κανόνες την τιμωρεί: όπως έπνιξε τόσα αθώα πλάσματα είτε στραγγαλίζοντάς τα είτε ρίχνοντάς τα σε στέρνες γεμάτες από νερό είτε αφήνοντάς τα αβοήθητα να σπαρταρούν σε πηγάδια έτσι πνίγηκε κι αυτή στ’ αγριεμένα κύματα. «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον … εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Σημαντικό είναι ότι πριν το τέλος της, ο συγγραφέας μας γυρίζει πίσω στον γάμο όταν οι γονείς της ήθελαν να την ξεφορτωθούν και της έδωσαν ό,τι χειρότερο είχαν. Το τελευταίο πράγμα που η Φραγκογιαννού αντίκρισε στον απάνω κόσμο ήταν το χέρσο Μποστάνι στην άγρια κι ερημική βόρεια εσχατιά του νησιού, και οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε : «Ω! να το προικιό μου!» Έτσι κατανοούμε για τελευταία φορά ότι από κει ξεκίνησαν όλα…
Η παράσταση αποτελεί μια απόπειρα δραματοποίησης του διηγήματος. Όμως, η αφήγηση κυριαρχεί έναντι της δραματικής πράξης μ’ αποτέλεσμα ο θεατής να εξέρχεται με τη σκέψη: «Δεν είναι έτσι το θέατρο!» Το θέατρο είναι πρωτίστως δραματική πράξη, και η αφήγηση πρέπει να υποβοηθεί. Η συχνότατη εναλλαγή 5-6 αφηγητών που ο καθένας τους λέει μια φράση ή μισή ή μόνο μια λέξη ενώ τρέχουν πέρα – δώθε στον χώρο, ζαλίζει τον θεατή που υποχρεώνεται να στρέφει το πρόσωπο πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε απέναντι και πότε πίσω. Ο τμηματικά δοσμένος παπαδιαμαντικός λόγος έχει κερδίσει σ’ ένταση και εγρήγορση, αλλά έχει χάσει την κατάνυξη και τη γλυκύτητα που νιώθει κανείς όταν τον διαβάζει. Η τελευταία σκηνή του έργου χάνει ως προς τη δραματικότητα. Δεν μπορεί η Φραγκογιαννού να κάθεται μισοξαπλωμένη και ν’ αναπολεί, ενώ οι αφηγητές περιγράφουν το τραγικό τέλος της που είναι όλο κίνηση και ένταση. Κατ’ εμέ η άνοδος και η ισορροπία στη σανίδα πρέπει ν’ αρχίσει, όταν λέγεται: «εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη…».
Η κα Μπέττυ Αρβανίτη έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να υποδυθεί τον πραγματικά δύσκολο ρόλο της Φόνισσας και η ερμηνεία της είναι σε ορισμένα σημεία εξαιρετική. Είναι όμως πολύ αστή και αρκετά ευαίσθητη για ν’ αποδώσει αυτό τον χωριάτικο και σκληρό ρόλο. Δεν μπορεί από τη μια να ενσαρκώνει μιαν αμόρφωτη γυναίκα του χωριού όπου η σκληρή και ανελέητη ζωή την έχει κάνει ν’ αλλοφρονήσει, και από την άλλη ν’ αφηγείται τα «πάθια» της στην άψογη παπαδιαμαντική καθαρεύουσα. Ο ρόλος καταστρέφεται. Το «Σα σ’ ακούω, δυχατέρα» πρέπει να συνοδευθεί μ’ ελαφρό κούνημα του κεφαλιού, στρυφνό μειδίαμα και υπαινιγμό που φοβίζει απροσδιόριστα. Ο χαρακτηρισμός «Φόνισσα!… Φόνισσα!…» πρέπει να ειπωθεί βαθιά, αλλόκοτα και η ηθοποιός να δείξει ότι της προξενεί επίγνωση και τρόμο.
Καλοί έως εξαιρετικοί είναι οι νεαροί ηθοποιοί που την πλαισιώνουν· ζωντανεύουν με θέρμη το διήγημα.
Συγχαρητήρια στον Στρατή Πασχάλη για την πολύ καλή διασκευή· έχει σκύψει με αγάπη και σεβασμό στο παπαδιαμαντικό κείμενο. Επιτυχημένα τα πρόσθετα σχόλια και οι επεξηγηματικές πληροφορίες.
Το σκηνικό είναι αφηρημένο και υπέρ το δέον λιτό. Όλο το βάρος πέφτει σ’ ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο που λειτουργεί ως χώμα / στάχτη / τέφρα. Εκεί κάθεται, στρέφεται, κυλιέται και σηκώνεται όρθια η τυραγνισμένη Φόνισσα. Το δάπεδο και οι κολόνες γύρω από το σκάμμα έχουν καλυφθεί με ασπρόμαυρες φωτογραφίες προσώπων από περασμένες δεκαετίες. Έξυπνη η επιλογή των λοιπών ευτελών αντικειμένων. Το ρούχο της Φραγκογιαννούς με τις πολλές τσέπες σε μπεζ και χακί χρώμα παραπέμπει σε στρατιωτικό ή κυνηγετικό αμπέχονο· γι’ αυτό το θεωρώ άστοχο.
Πολύ καλές οι μουσικές επιλογές του Τηλέμαχου Μούσα, δένουν με την υπόθεση. Ήχοι από μεικτά ακούσματα (ηλεκτρονική μουσική, ψαλμωδίες, δημοτικά τραγούδια) προξενούν αγωνία, ένταση, συγκίνηση και τρόμο. […]
21.02.12, Ροζοκόκη Αλεξάνδρα «Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», www.critique.gr