Είναι ωραίο το συναίσθημα να παρακολουθείς έναν καλλιτέχνη στην εξέλιξη της πορείας του, ιδιαίτερα μάλιστα όταν διαπιστώνεις ότι πράγματι υπάρχει αυτή η εξέλιξη ως προς το καλύτερο. Στην περίπτωση της πρώην ομάδας της πάλαι ποτέ Πειραματικής σκηνής του Εθνικού θεάτρου με τιμονιέρη τον Στάθη Λιβαθινό, αυτό είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο.
Ο John Millington Synge δεν είναι πολύ γνωστός στην ελληνική θεατρική πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να οφείλεται απ’ τη μια στην όχι και τόσο έντονη δημοφιλία του ιρλανδικού θεάτρου στη χώρα μας, απ’ την άλλη όμως και στο γεγονός ότι ο συγγραφέας πέθανε νωρίς και δεν πρόλαβε ν’ αφήσει ικανό δείγμα δημιουργίας. Το έργο «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης» («The playboy of the western world») γράφτηκε το 1907, δυο χρόνια πριν πεθάνει ο συγγραφέας.
Ο Synge σπούδασε στο Trinity College του Δουβλίνου και κατόπιν πήγε στο Παρίσι όπου και γνώρισε τον μελλοντικό νομπελίστα, Ιρλανδό ποιητή Yates. Με την προτροπή μάλιστα του Yates, ο Synge επέστρεψε στην πατρίδα του για να ζήσει ανάμεσα στους Ιρλανδούς αγρότες και να ασχοληθεί με τη ζωή του Ιρλανδικού χωριού.
Αν παραθέτω αυτό το σύντομο βιογραφικό του είναι για να τονίσω πόσο εξοικειωμένος ήταν ο Synge με την ζωή της υπαίθρου στην πατρίδα του και βασικά με την ψυχοσύνθεση των Ιρλανδών χωρικών. Αυτή την ατμόσφαιρα μεταφέρει και στον «Ήρωα της Δύσης». Το έργο έχει τις ρίζες του σ’έναν λαϊκό θρύλλο της Ιρλανδίας διανθισμένο με μερικούς υπαινιγμούς που καυτηριάζουν τη λατρεία των ηρώων και την κατασκευή της φήμης.
Σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ιρλανδίας, η ζωή κυλάει αργά και πληκτικά. Σχεδόν όλα είναι προβλέψιμα. Οι άντρες πίνουν μέχρι τελικής πτώσης, η παμπ είναι ο τόπος συνάντησης του χωριού και άρα πρόσφορος χώρος για κουτσομπολιά, κι ο ιερέας συντηρεί τη σχέση φόβου κι εξάρτησης των πιστών με τον Πάπα. Η εμφάνιση ενός τρομαγμένου νεαρού άνδρα θ’ αλλάξει ξαφνικά τις ισορροπίες. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των χωρικών, ο νεαρός τους αποκαλύπτει ότι σκότωσε τον πατέρα του και τον έθαψε στο χώμα που φύτευε τις πατάτες. Το χωριό βλέπει στο πρόσωπο του τρομαγμένου νέου τον άνθρωπο που ήρθε να σπάσει τη μονοτονία τους και αποφασίζουν να τον προστατεύσουν. Η παραμονή του εκεί εξυπηρετεί τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Η κόρη του ιδιοκτήτη της παμπ τον ερωτεύεται κεραυνοβόλα, ο αρραβωνιαστικός της θορυβείται και τρέχει στον ιερέα για βοήθεια, η χήρα τον φλερτάρει απροκάλυπτα. Τα νεαρά κορίτσια ξυπνούν χαράματα και φορτωμένες καλούδια τρέχουν να τον γνωρίσουν. Οι άντρες τον αντιμετωπίζουν με δέος. Ένας «ήρωας» γεννιέται. Εκείνος, έκπληκτος μέσα στην αφέλεια του στην αρχή, αλλά κολακευμένος στη συνέχεια αρχίζει να αποκτά αυτοπεποίθηση, να αντιμετωπίζει τους γύρω του σιγά σιγά με συγκρατημένη αυταρέσκεια και να κάνει όνειρα. Ξαφνικά, οι ισορροπίες θα ανατραπούν για μια ακόμη φορά. Η ανατροπή θα σημάνει απότομη προσγείωση και στο τέλος της μέρας τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο.
«Ο Ήρωας» είναι ένα βαθιά δραματικό έργο στη μεγαλύτερη έκταση του οποίου όμως ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Ο Μάξιμ Γκόργκι όταν διάβασε το έργο, σχολίασε σχετικά: «Το κωμικό στοιχείο περνάει με πολύ φυσικότητα στο τρομακτικό, ενώ με τη ίδια ευκολία το τρομακτικό γίνεται κωμικό». Αυτό το χαρακτηριστικό το κάνει ακόμα πιο αυθεντικό με την έννοια της συνύπαρξης της χαράς και της λύπης στην πραγματική ζωή και της απότομης συχνά εναλλαγής τους. Ο Ήρωας είναι ουσιαστικά αντι- ήρωας αν σκεφτεί κανείς ότι ηρωοποιείται ένας άνθρωπος που έχει διαπράξει φόνο. Ο Synge κλείνει το μάτι στις ανθρώπινες αδυναμίες. Χλευάζει και συγχρόνως δείχνει ότι κατανοεί την ανθρώπινη ικανότητα να παρακάμπτει ηθικούς φραγμούς χάριν ιδιοτέλειας. Κατά βάθος συμπαθεί αυτούς τους χωρικούς. Δεν θα διστάσει όμως να τους τιμωρήσει όταν ξεσκεπάσει την αφέλεια και την μωρία τους.
Η παράσταση υπήρξε πετυχημένη από κάθε άποψη. Ο χώρος, χάρη στην Ελένη Μανωλοπούλου, θύμιζε ιρλανδική παμπ με έντονη τη μυρωδιά του ξύλου, του άχυρου και του αλκοόλ. Η μουσική ήταν ζωντανή από τον συνθέτη Κώστα Μαγγίνα και μας ταξίδευε στην Ιρλανδία. Κάποιοι απ’ τους ηθοποιούς μάλιστα τραγούδησαν ζωντανά.
Ο Νίκος Καρδώνης ήταν απολαυστικός σαν Ήρωας. Έπλασε με ουσιαστικό τρόπο τον ρόλο του και ήταν ξεκαρδιστικός στις κωμικές σκηνές και σπαρακτικός στην τραγική κορύφωση. Η Άννα Κουτσαφτίκη ήταν αποκάλυψη. Νιώθει κανείς βλέποντας την ότι ξεπροβάλλει κατευθείαν απ’ τον πάγκο μιας ιρλανδικής επαρχιώτικης παμπ. Το τελευταίο βλέμμα της στην τελική σκηνή κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι πλάτη γυρισμένοι στο κοινό, μίλαγε από μόνο του κι αυτό και μόνο αρκεί για να τη θυμάμαι. Η Μαρία Σαββίδου (αντικατέστησε τη Μαρία Ναυπλιώτου από τις 6/2) είναι μια εκπληκτική καρατερίστα. Έπαιξε την πανούργα χήρα με χαρακτηριστική άνεση. Ήταν ο ρόλος και δεν τον υποδύθηκε. Ο Άρης Τρουπάκης ένιωθες ότι πραγματικά είχε καταναλώσει τόνους αλκοόλ. Απολαυστικός στη σκηνή με την κόρη του και τον ήρωα όταν είναι έτοιμος να καταρρεύσει απ’ το μεθύσι και καλείται να τους δώσει την πατρική ευχή του. Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι αξιόλογος ηθοποιός. Ωστόσο, μου έδωσε την αίσθηση ότι απέχει ελάχιστα απ’ το να υιοθετήσει μια μανιέρα κι αυτή η τυποποίηση μπορεί να του κοστίσει στο μέλλον. Ο Στέλιος Ιακωβίδης ήταν ένα ανθρωπάκι –καρικατούρα απόλυτα ταιριαστό στον τρόπο που ο συγγραφέας πλάθει τον ρόλο του υποταγμένου-θρησκόληπτου- κουτοπόνηρου αλλά και θρασύδειλου αρραβωνιαστικού. Οι Δάμπασης και Κουκαλάνι αλλά και το τρίο των κοριτσιών Σίμου, Τσινάρη είχαν ρυθμό και ζωηράδα και θύμιζαν χαριτωμένα ιντερμέδια.
Όπως έγραψα και στην αρχή, ο Στάθης Λιβαθινός και η ομάδα του, μου θύμισαν ξανά πόσο σημαντικό είναι να δουλεύει μαζί μια ομάδα που έχει ζυμωθεί με τους ίδιους υποκριτικούς κώδικες. Οι ηθοποιοί μιλούν πια την ίδια γλώσσα πάνω στη σκηνή και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Ο σκηνοθέτης εκπλήσσει ευχάριστα με την επιλογή και την πραγμάτωση ενός έργου που δεν ανήκει στην κατηγορία αυτών που μας είχε συνηθίσει ως τώρα. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το έργο του Synge που αν και παλιό ηλικιακά, είναι φρέσκο, ζωντανό και διαχρονικό, ιδιαίτερα μάλιστα αν το εξετάσει κανείς απ’ την πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο Λιβαθινός έχει στόχο και όραμα και ξέρει πώς να τα πραγματοποιήσει.
Το έργο ανεβαίνει για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Μ’ αυτό είχε εγκαινιαστεί η «Νέα Σκηνή του Εθνικού θεάτρου το 1971. Τότε, είχε μεταφραστεί «Το Λεβεντόπαιδο» και τη σκηνοθεσία είχε κάνει ο Τάκης Μουζενίδης. […]
15.02.2009, Χ.Σ «Ένας ήρωας – το καμάρι της Δύσης στο θέατρο Μεταξουργείο», theatro.wordpress.com
Για το link πατήστε εδώ