Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός πιστεύει ότι η αναγέννηση του θεάτρου θα συμβεί αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία
H πίεση δεν είναι κάτι που ενοχλεί τον Στάθη Λιβαθινό. Έχει μάθει άλλωστε από τα χρόνια των σπουδών του στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας (1984–1990) πως η δουλειά στο θέατρο δεν έχει ούτε ελαστικά ωράρια ούτε ατέλειωτους καφέδες. Με σκληρή δουλειά διακρίθηκε στα πρώτα του βήματα με το βραβείο Κριτικών Μόσχας για την παράσταση «Οι Ρόζενγκραντς και Γκίλντενστερν πέθαναν» στο Θέατρο Μαγιακόφσκι, αργότερα, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού όπου έφερε άλλον αέρα, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο όπου κινείται τα τελευταία χρόνια. Το μόνο που άλλαξε αυτές τις δυο δεκαετίες είναι το πείσμα του που μεγάλωσε, όπως και το πάθος του για τη δημιουργία σχολής σκηνοθεσίας. Mε αυτό ανοίγει τη συζήτηση, αν και αφορμή γι’ αυτήν είναι η πενταπλή του παρουσία φέτος. «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα, που παρουσιάζει στο θέατρο Κεφαλληνίας η Μπέττυ Αρβανίτη, και o «Θάνατος του Νταντόν» του Μπίχνερ που θα ανέβει τον νέο χρόνο στη Νέα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Aυτές είναι οι καινούργιες παραγωγές, ενώ ο επιτυχημένος «Βασιλιάς Ληρ» με τον Νικήτα Τσακίρογλου, που παίζεται στο «Παλλάς», το «Κτήνος στο φεγγάρι» στο «Πορεία» και η εναλλακτική του «Κάρμεν», που θα δούμε στο «Κάππα», είναι επαναλήψεις.
Από το 2007, οπότε τελείωσε ο κύκλος με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και βγήκατε στην ελεύθερη αγορά, πώς νιώθετε;
Κρινόμαστε από την παιδεία μας και όχι από τις αγορές. Επειδή προέρχομαι από ένα μέρος που τα σημαντικότερα πράγματα έβγαιναν από το ινστιτούτο και όχι την αγορά, γνωρίζω καλά τι πλούτος θα εμφανιστεί στα καλλιτεχνικά μας αν αναβαθμιστεί η θεατρική μας παιδεία, που τώρα είναι η χειρότερη. Είναι κακό να επαίρεται κανείς για τον πολιτισμό του, όταν οι γείτονές μας, όπως τα Σκόπια, έχουν ακαδημία τετραετούς φοιτήσεως και σχολή σκηνοθεσίας. Εμείς αρκούμαστε στην εμπειρική παιδεία.
Τελικά το θέατρο στην Ελλάδα ανθεί όπως ισχυρίζονται κάποιοι ή πρόκειται περί μιας ποσοτικής παρεξήγησης;
Ανθεί η παραγωγή παραστάσεων, το ελληνικό δαιμόνιο, τα αναξιοποίητα νέα, το πείσμα των γηραιότερων. Όμως, νέα παιδιά δεν σημαίνει πάντα ταλαντούχα παιδιά. Είναι η καινούργια παρεξήγηση. Ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος το είπε πολύ σοφά: «Νέος καλλιτέχνης δεν είναι επάγγελμα». Είναι καλό να υπάρχουν νέα ταλέντα, αλλά το ζητούμενο στην τέχνη είναι τι θα προσφέρουν όταν ωριμάσουν και πώς θα εξελιχθούν.
Έχουμε ταλέντα;
Είμαστε χώρα που καταπίνει και φθείρει ανεκπαίδευτα ταλέντα. Δείτε πώς ξεκινούν και μετά πώς τελειώνουν.
Για όλα τα γούστα
Τη θεατρική μας εικόνα τη χαρακτηρίζουν περίπου 700 ηθοποιοί που βγαίνουν ετησίως από τις σχολές, περισσότερες από 400 παραστάσεις σε χώρους για όλα τα γούστα: από λεωφορεία, τουαλέτες και αποθήκες μέχρι γκαρσονιέρες, που είναι το καινούργιο εύρημα. Θα βγει κάτι απ’ όλα αυτά;
Θα βγουν στην επιφάνεια προσωρινά πολλές ταλαντούχες προτάσεις, ενδιαφέροντες αναξιοποίητοι άνθρωποι, οι οποίοι θα θέλουν κάπου να ενταχθούν γιατί το θέατρο είναι επάγγελμα συνόλου και όχι μοναχικών μη αναγνωρισμένων ταλέντων. Δείτε το θέατρο Τέχνης της Μόσχας, όχι αυτό που ήρθε φέτος –αλλά το ουσιώδες–, είναι θέατρο που προέρχεται από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες οι οποίες εργάζονται αρμονικά μαζί και συχνά με αντιθέσεις. Αυτό το θέατρο μας λείπει. Σε μας, θα βγαίνουν ιδέες και άνθρωποι σαν μικρές παλίρροιες. Mόνο που θα έρχονται και θα φεύγουν σαν τα νερά, χωρίς να μένει κάτι. Είναι καλό να έχουμε το θέατρο στο ασανσέρ, αλλά το θέατρο δεν προχωράει μόνο έτσι.
Οι παλιότεροι δεν προβληματίζεστε που η νέα γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών εργάζεται χωρίς να αμείβεται;
Η ζωή κάθε καλλιτέχνη έχει κι έναν τραγικό χαρακτήρα, αλλιώς δεν είναι ζωή καλλιτέχνη. Είναι η ζωή ενός ανθρώπου περαστικού από την τέχνη. Ο καλλιτέχνης είναι φτιαγμένος για να πάρει στους ώμους του κάτι από τα ανθρώπινα προβλήματα. Κάποιος είπε ότι πρέπει να αμείβεται όταν δεν δουλεύει. Σ’ αυτό πιστεύω.
Πώς ζείτε;
Έμαθα να ζω με λίγα. Αν κάποιες γενιές μαθαίνουν να ξεκινούν την καριέρα τους χωρίς να πληρώνονται, δεν βλέπω κάτι κακό σ’ αυτό. Αρκεί να μη συνεχιστεί για πολύ.
Δεν φλερτάρατε ποτέ με το χρήμα;
Το χρήμα ναι, τον πλούτο όχι.
Πώς δημιουργεί ένας καλλιτέχνης σε καιρό κρίσης;
Μια χαρά. Η κρίση θα φέρει δύσκολες ώρες για το θέατρο, αλλά καθόλου δύσκολες για την τέχνη. Και σιγά τις δυσκολίες. Όταν οι γονείς και οι παππούδες μας έζησαν Κατοχή, εμείς θολώνουμε επειδή θα στερηθούμε το εξοχικό, το τρίτο αυτοκίνητο και τις επτά εξόδους την εβδομάδα. Ε, δεν είναι δα και η μεγάλη απώλεια. Το θέατρο από τη μια θέλει να τολμήσει και από την άλλη φοβάται πολύ. Bρίσκεται σε μια δύσκολη εποχή αλλά αναγκαία για να αυτοπροσδιοριστεί.
Θέατρο για σας τι είναι;
Κατ’ αρχήν οι νέοι συγγραφείς. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε στάση αναμονής νέα και παλιά ταλέντα Ελλήνων συγγραφέων. Πεθαίνω για τα κλασικά έργα, αλλά θα ήθελα πολύ να συνομιλήσω με νέους Έλληνες συγγραφείς. H αναγέννηση ενός θεάτρου συμβαίνει πάντοτε από το εγχώριο προϊόν.
Σχολή σκηνοθεσίας
Από το 1990, που επιστρέψατε από τη Μόσχα, αφήσατε κατά μέρος τον ηθοποιό Λιβαθινό επιλέγοντας τη σκηνοθεσία. Μετανιώσατε;
Τόσο καλοί ηθοποιοί υπάρχουν, εγώ μπορώ να δώσω περισσότερα κάτω από τη σκηνή. Όπως ο καλός χειρουργός πρέπει να γνωρίζει καλά να πιάνει το νυστέρι, έτσι και ο καλός σκηνοθέτης πρέπει να έχει βγει στη σκηνή. Οι άνθρωποι που δημιούργησαν το σύγχρονο θέατρο όπως ο Στανισλάβσκι και ο Ντεμίροβιτς Ντάντσενκο αλλά και οι κλασικοί, όπως ο Σαίξπηρ και ο Μολιέρος, έπαιζαν τη σκηνή στα δάχτυλα. Για τον Ροντήρη έλεγαν ότι ήταν ένας υπέροχος ηθοποιός κ.ά
Σε ποιους οφείλετε;
Στην οικογένειά μου. Δεν ήταν μόνο ο θείος μου (Μάνος Κατράκης) αλλά και οι γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν η λογίστριά του, ο πατέρας μου βοηθούσε, η Λίντα Αλμα ήταν πάντα δίπλα. Η θητεία μου στη σχολή Κατσέλη ήταν σημαντική, γιατί ο Κατσέλης πίστευε στην ηθική υπόσταση του θεάτρου. Η Ρωσία ήταν το αποκορύφωμα. Έχω μεγάλη αγάπη στην εκπαίδευσή της.
Αυτό τον καιρό έχει αναθερμανθεί πάλι η ιδέα της σχολής σκηνοθεσίας.
Δεν θα πω πολλά παρά μόνο ότι θα δώσω το είναι μου. Έχω κοντά μου ανθρώπους όπως ο Στρατής Πασχάλης, η Χρύσα Προκοπάκη, η Ελένη Μανωλοπούλου, ο Γιώργος Δεπάστας, ο Θοδωρής Αμπαζής κ.ά. Πολλοί θέλουν να προσφέρουν σε κάτι που δεν θα έχει το όραμα μιας δήθεν πολυφωνικής παιδείας σαν αυτή που έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή «μπάτε σκύλοι αλέστε», ο καθένας διδάσκει το δικό του και φεύγει. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να γίνει κάτι.
7.11.2010, Συκκά Γιώτα «Η Ελλάδα καταπίνει ανεκπαίδευτα ταλέντα», Η Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ