Δύο θρυλικοί ήρωες, που ενσαρκώνουν την αρχή και το τέλος του έρωτα, στην Πειραιώς 260
Δύο εξαιρετικά κλασικά βιβλία σε ποιητικό διάλογο, το ένα του Λόρδου Μπάιρον και το άλλο της Μαρίνα Τσβετάγεβα, γραμμένα με απόσταση ενός αιώνα, συνθέτουν την παράσταση «Καζανόβα/Δον Ζουάν. Ερωτική περιπλάνηση», που ανεβαίνει (16-18/6) στην Πειραιώς 260 του Φεστιβάλ Αθηνών.
Eνα φιλόδοξο σκηνικό εγχείρημα του Στάθη Λιβαθινού για τον έρωτα, τον χρόνο και την περιπλάνηση, σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο, με κέντρο του δύο διάσημα πρόσωπα του θρύλου και της Ιστορίας.
Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε για τη μυθική φιγούρα του Δον Ζουάν και το ιστορικό πρόσωπο του Καζανόβα, ως ελευθεριάζοντες αποπλανητές γυναικών που σαγηνεύουν και εγκαταλείπουν, σε αυτή την παράσταση αντιπροσωπεύουν τον κύκλο της ζωής, την αρχή και το τέλος του έρωτα. Κατά τον σκηνοθέτη, «μια περισυλλογή πάνω στη ζωή». «Το ένα κείμενο μιλάει για τη νιότη, την ερωτική αρχή· το άλλο για τον απολογισμό του έρωτα και της ζωής».
Κείμενα που γεννήθηκαν «σε ταραγμένους καιρούς και η αίσθηση πως κάτι τελειώνει εγγράφεται στον πυρήνα τους». Από τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντισμού, ο ποιητής και φιλέλληνας Μπάιρον καταπιάστηκε με τον Δον Ζουάν όταν ήταν αυτοεξόριστος στην Ιταλία τo 1818. Αφού προσέγγισε τον μυθικό αυτό πρόσωπο με εντελώς καινούργιο τρόπο, εγκατέλειψε το έργο ημιτελές το 1823, καθώς αναμειγνυόταν ενεργά στο επαναστατικό κίνημα των καρμπονάρων κι έπειτα στην Ελληνική Επανάσταση. Περίπου εκατό χρόνια μετά, στα θυελλώδη χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Τσβετάγεβα συνθέτει στη Μόσχα τo «Τέλος του Καζανόβα», τελευταίο μέρος του θεατρικού της Φοίνικα, λίγο πριν φύγει αυτοεξόριστη για το Βερολίνο.
Τα δύο έργα παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο, με τη δραματολόγο και μεταφράστρια Eλσα Ανδριανού για τη μετάφραση του «Καζανόβα» της Τσβετάγεβα και τον ποιητή και μεταφραστή Γιώργο Κοροπούλη για τον «Δον Ζουάν».
Αυτή ήταν μία από τις δυσκολίες του εγχειρήματος λέει στην «Κ» ο Στάθης Κόικας, που υποδύεται τον Δον Ζουάν σε νεαρή ηλικία. «Ο έμμετρος λόγος είναι εύκολος στην εκμάθησή του, αλλά δύσκολος όταν πρέπει να ξεφύγει από την ποίηση και να γίνει άμεσος λόγος. Στη σκηνή δεν πρέπει να ακουστεί σαν ποίημα, γιατί αφηγείσαι μια ιστορία. Έχει μεγάλες διαφορές από ένα καθαρό θεατρικό κείμενο. Γιατί εκεί που μαγεύεσαι από το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, πρέπει να τη σπάσεις. Γοητεία και πρόκληση μαζί. Και ένα στοίχημα να κερδίσουμε και τον 20χρονο θεατή. Στόχος της ομάδας δεν είναι η υψηλή ποίηση. Θέλουμε να αφηγηθούμε μια ωραία ιστορία με την αισθητική που έχει η ομοιοκαταληξία. Συχνά, όταν είμαστε πολύ μακριά από κάτι, το θεωρούμε σκονισμένο και παλιό, αλλά κάποιες φορές μάς διαψεύδει. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην τέχνη, αλλά και στη ζωή».
Ο δικός του Δον Ζουάν είναι 16άρης, ζει τον πρώτο του έρωτα με μια 23χρονη παντρεμένη και έπειτα το σκάνδαλο που δημιουργείται και τον διωγμό του από τη μητέρα του. Ο Στάθης Κόικας τονίζει ότι «αυτός ο Δον Ζουάν του Μπάιρον δεν θυμίζει εκείνον του Μολιέρου. Ο συγγραφέας επιλέγει να γράψει ένα έργο για κάποιους έρωτες της μυθικής αυτής φιγούρας, οι οποίοι πιο πολύ τον βρίσκουν, τον “κυνηγάνε”, τον κατακτούν παρά εκείνος αυτούς. Μελετώντας τη ζωή του Λόρδου Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, διαπιστώνεις ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με τον Δον Ζουάν. Πολλά απ’ όσα περιγράφει στο μεγάλο αυτό ποίημα, τα έχει περάσει ο ίδιος. Ακόμη και το ναυάγιο που αναφέρει, θυμίζει την τρικυμία που βίωσε πάνω σε ένα πλοίο. Ο,τι ζει ο Μπάιρον, το αποτυπώνει στο κείμενό του. Τον ρόλο του σε μεγαλύτερη ηλικία, δηλαδή μετά το ναυάγιο του Δον Ζουάν, αναλαμβάνει στην παράσταση ο Δημήτρης Φιλιππίδης».
Ο βράχος
Στην υποκριτική έχει πάντα ενδιαφέρον να προσεγγίζεις ένα υπαρκτό πρόσωπο, αφήνοντας κατά μέρος κάθε προκατάληψη, λέει στην «Κ» ο Βασίλης Ανδρέου, ο οποίος υποδύεται τον Λόρδο Μπάιρον. «Ο Μπάιρον έγραψε ένα τεράστιο έργο χωρισμένο σε 17 cantos, όμως εδώ ασχολούμαστε με το πρώτο και το δεύτερο, τη γέννηση και το μεγάλωμα του Δον Ζουάν, που διαφέρουν από τον αρχικό μύθο. Ο Μπάιρον γράφει τον ήρωά του σχεδόν αυτοβιογραφικά. Ο,τι διαβάζεις νομίζεις ότι το έχει ζήσει. Υμνεί τον έρωτα, το ταξίδι στη ζωή και την αγάπη και την ίδια ώρα, στους τελευταίους δύο στίχους κάθε στροφής όπου κρύβεται το τσιτάτο, το ανατρέπει ή το σαρκάζει. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν ρομαντικό ποιητή, όμως για μένα έχει και καρυωτακικές στιγμές. Εδώ πήρε έναν Δον Ζουάν και τον έφτιαξε από τα γεννοφάσκια του. Με πολυτάραχη ζωή όπως είχε και ο ίδιος. Τον πλάθει μπροστά στον θεατή. Μου αρέσει που βλέπουμε τον Μπάιρον επί σκηνής να αναμειγνύεται με τους ηθοποιούς και να γράφει τους ρόλους στον Δον Ζουάν, να στήνει παγίδες και ανατροπές».
Σε ένα τεράστιο γοητευτικό υλικό που δεν ξέρεις τι να αφήσεις, ο Β. Ανδρέου εξηγεί ότι η οικονομία και το απλό νικούν, «κράτησα τα πολύτιμα». Από το 1999 κοντά στον Λιβαθινό, του αρέσει αυτός ο τρόπος εργασίας, να νιώθει συνδημιουργός. «Μου αρέσει να ξέρω από πού προέρχεται κάθε λέξη, και αυτό προέρχεται από τη δουλειά με τον σκηνοθέτη και τον μεταφραστή. Αυτή είναι η διαφορά του θεάτρου από την τηλεόραση».
Πόσο τον έχει βοηθήσει η εμπειρία του εκπαιδευτικού (δάσκαλος δημοτικού στην Κύπρο) στην προσέγγιση ενός ρόλου; «Με βοήθησε να έχω υπομονή στη δουλειά μου, να κατανοώ τον σκηνοθέτη, να μπορώ να καθίσω δέκα ώρες πάνω από το κείμενο να βρούμε τη λύση χωρίς να το θεωρώ καταπίεση. Δουλεύω με τα εργαλεία που μου έδωσε η εκπαίδευση: αποσαφήνιση κειμένου, συντακτικό, νοήματα, μετάφραση, δραματουργία». Και αυτά χρησιμοποιεί και με τους σπουδαστές στο Ωδείο Αθηνών, αλλά και με τα παιδιά που ετοιμάζει για εξετάσεις στις δραματικές σχολές, καθώς και με επαγγελματίες ηθοποιούς που επίσης τους διδάσκει.
Όσο για τον ρόλο του, περιγράφει τον λόρδο Μπάιρον «σαν βράχο που του υποκλίνεται ακόμη και το κύμα όταν τον χτυπάει. Άνθρωπος που ρισκάρει, δοκιμάζει την περιπέτεια της ζωής και ανατρέπει τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας ύμνος για τη ζωή είναι η παράσταση».
Ωριμος Καζανόβα
Την ιστορική φιγούρα του Καζανόβα ερμηνεύει ο Αρης Τρουπάκης. Τι τον γοητεύει στην αναχώρηση που σηματοδοτεί ο ηλικιωμένος ήρωας της Μαρίνα Τσβετάγεβα; «Είναι η συνθήκη που τον κάνει ενδιαφέροντα, λέει στην «Κ» και προσθέτει: «Η συγγραφέας τοποθετεί στο κομμάτι του έργου με το οποίο ασχοληθήκαμε, την τελευταία ημέρα του Καζανόβα. Τότε τον επισκέπτεται ένα κορίτσι ζητώντας του όχι έρωτα, αλλά να την πάρει μαζί στο ταξίδι του. Η μικρή που τώρα ξεκινάει τη ζωή της θα αποκομίσει εμπειρίες, αλλά και εκείνος θα συναντηθεί με ό,τι είναι να συναντηθεί την τελευταία στιγμή της διαδρομής του. Η Τσβετάγεβα μας συστήνει έναν ώριμο σε ηλικία Καζανόβα, αρκετά κυνικό, που ζει με τις αναμνήσεις του, αλλά έχει επίγνωση ότι όλο αυτό δεν έχει πια καμία σημασία. Έχει μια κυνική ματιά».
Αν ο Δον Ζουάν έχει πραγματικά στοιχεία από τον δημιουργό του, τον Μπάιρον, ο Καζανόβα της Τσβετάγεβα έχει φανταστικά στοιχεία. «Όμως, την ίδια στιγμή που η συγγραφέας δημιουργεί ένα ποιητικό σύμπαν, τον προσγειώνει στην απόλυτη πραγματικότητα. Αυτός είναι ο πλούτος του κειμένου. Ποίηση και πραγματικότητα συνομιλούν σε σκληρό βαθμό», τονίζει ο ηθοποιός και παραδέχεται ότι η αναμέτρηση με το ισχυρό στερεότυπο του Καζανόβα δεν είναι εύκολη. «Μία ακόμη δυσκολία είναι ότι αντιμετωπίζω ένα χαρακτήρα που είναι 40 χρόνια μεγαλύτερός μου. Βέβαια, η ειλικρινής συνάντηση με μια στιγμή της ζωής μας είναι σημαντική και χωρίς να φτάσουμε τα 80 όπως εκείνος. Ο Καζανόβα εδώ είναι πιο ανθρώπινος και πιο σκληρός απέναντι στον εαυτό του».
Τα δύο κείμενα «πραγματεύονται το ίδιο θέμα σε πολύ διαφορετική ηλικία και αυτό που τα ενώνει είναι μια αδιόρατη ποιητική γέφυρα», υποστηρίζει ο Στάθης Κόικας. Όμως πόσο εύκολα αγγίζουν τον θεατή οι κόσμοι των δύο ποιητών σε μια εποχή αντιποιητική; «Είναι ένα ερώτημα και για εμάς. Μόνιμη πρόκληση για τον ηθοποιό», απαντά ο Αρης Τρουπάκης. «Αυτό που θέλουμε είναι η παράσταση να συνομιλήσει με το σήμερα, μακριά από κάθε νοσταλγία».
12.06.2023, Συκκά Γιώτα «Ο Δον Ζουάν συναντά τον Καζανόβα», Η Καθημερινή
Για το link πατήστε εδώ