Καθώς οδεύουμε προς το τέλος της θεατρικής περιόδου δεν θα ‘θελα να προσπεράσω μια παράσταση που για λίγο μας επισκέφθηκε αλλά άφησε, σ’ όσους ακόμη νοιάζονται για ένα θέατρο ουσίας σήμερα, βαθιές αισθητικές χαράξεις. Πρόκειται για μια παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Πατρών που φιλοξενήθηκε για λίγες ημέρες στο θέατρο «Πορεία». Εν πρώτοις το ίδιο κείμενο. «Οι ρομαντικοί» του Ροστάν. Ένα έμμετρο μεταρομαντικό αλλά ταυτόχρονα και ειρωνικό έργο.
Το έργο αυτό (1894) προετοιμάζει το αριστούργημα του Ροστάν, τον «Συρανό», που θα τον δοξάσει το 1897. Αν και πρωτόλειο, οι «Ρομαντικοί» πάνω απ’ όλα είναι μια στάση ζωής, μια διαμαρτυρία και μια δημιουργική νοσταλγία, όχι χωρίς μια διάχυτη πίκρα και μια απαισιόδοξη αίσθηση για τα τετελεσμένα που επέρχονται.
Σε μια εποχή που κυριαρχεί ο νατουραλισμός του Ζολά με τη φονική του ωμότητα, όπου οι πρώτοι –νέοι τότε στο επάγγελμα- σκηνοθέτες διακηρύσσουν το δόγμα της αποθεατροποίησης του θεάτρου, όπου το ιδανικό της αισθητικής – αλαζονικό απότοκο του επηρμένου θετικισμού και της επιστημονικής τάχα προσέγγισης του καλλιτεχνικού φαινομένου – είναι η τέχνη να λειτουργεί σαν φέτα ζωής, όταν από τη μια μεριά οι εστέτ όπως ο Μαλαρμέ και ο Όσκαρ Ουάιλντ εκτοξεύουν περιφρονητικά προς τις μάζες το δόγμα του ελεφάντινου πύργου, όπου η τέχνη καταφεύγει για να μη συμφύρεται με το χυδαίο, ο Ροστάν επαναφέρει το αίτημα για το πάθος, για την ειλικρίνεια του αισθήματος, για την παντοδυναμία του φυσικού ενστίκτου, για τις επιλογές της καρδιάς, ένα ζευγάρι νέων, εφήβων ανακαλύπτουν τον έρωτα και εκδηλώνουν την άφατη κατ’ αρχάς αλλά λαλίστατη εν συνεχεία ταραχή ψυχής και σώματος. Σαν τα πειράματα του Μαριβώ οι δύο νέοι είναι παίγνια στην ίντριγκα που έχουν στήσει οι γονείς τους που προσποιούνται την έχθρα τύπου Μοντέσκων – Καπουλέτων για να ενώσουν κατά την επιθυμία τους τα νεαρά τους βλαστάρια, ποντάροντας στη γοητεία του απαγορευμένου. Έτσι ο Ροστάν λύνει και δένει το έργο του καταφάσκοντας στη ρομαντική δυναμική, αλλά δοκιμαζόμενη μέσα στον κυνισμό των νέων καιρών, το πάθος δοκιμάζεται και σώζεται, επιβιώνει και θριαμβεύει μέσα στον κόσμο των ορθολογιστικών σκοπιμοτήτων. Κι όλα αυτά με τη συνέργεια ενός θαυματοποιού, τσαρλατάνου, «σκηνοθέτη» που επαναφέρει ως μέσο πειθούς τη θεατρική ψευδαίσθηση, την απάτη της θεατρικής τέχνης, την προσποίηση και τη μεταμφίεση.
Το έργο είχε την τύχη, σπάνια στους βιαστικούς καιρούς μας, να μεταφραστεί από τον Στρατή Πασχάλη. Ο ποιητής αυτός που μας πλουτίζει συχνά αιφνιδιάζοντάς μας με τη μαεστρία του, το γούστο του, το υψηλό μεταφραστικό του ήθος, ύστερα από πράγματι αγώνα πολύ και δοκιμές, βρήκε το μετρικό ανάλογο του αλεξανδρινού στίχου σε ένα εύηχο, νέας επαναδιατύπωσης δεκαπεντασύλλαβο. Η κομψότητα, η ευλυγισία, η χάρη, η ειρωνεία, ο ρητορικός χείμαρρος του Ροστάν βρήκε στα ελληνικά αυθεντική έκφραση που δεν θυμίζει κάμωμα, μίμηση ή παρωδία, όπως συνέβαινε παλιότερα.
Ο στίχος όμως αυτός απαιτεί νέα υποκριτική, εσωτερική, θεατρικότατη, αλλά όχι ποζάτη, μακριά από χειρονομίες, πόζες, μελοδραματικές στάσεις και φωνητικές ακροβασίες. Το κείμενο βρήκε τον Στάθη Λιβαθινό στην καλύτερη ώρα του. Μετά τη «Φρεναπάτη» αναδιπλώνει και επαυξάνει τη μελέτη του πάνω στη θεατρικότητα. Αυτός ο χαρισματικός σκηνοθέτης που έχει βασική αισθητική της υποκριτικής τη μέθοδο του Στανισλάβσκι μας δίνει ένα μέγα μάθημα θεατρικότητας παίρνοντας αποστάσεις από τη νοθευμένη μέθοδο – σύστημα τάχα Στανισλάβσκι της αμερικανικής «φυσικής» υποκριτικής.
Η διδασκαλία του Λιβαθινού εδράζεται στο ρεαλισμό, ακουμπάει στο σώμα και στη φωνή του ηθοποιού ως οχήματος οικείας συμπεριφοράς, αλλά γύρω από το «φυσικό» σώμα δημιουργεί ένα φεγγίον ποιητικής, εγγράφει το οικείο στο παράδοξο της τέχνης, στη μιμητική παράδοση και στην ιστορία των θεατρικών μορφών έκφρασης.
Η παράσταση του Λιβαθινού είναι ένα μέγα μάθημα του τι σημαίνει σκηνοθετική άποψη, τι σημαίνει σεβασμός στο κείμενο, τι σημαίνει διδασκαλία ρόλων, τι σημαίνει θεατρικότητα, τι σημαίνει εντέλει θεατρικός επαγγελματισμός. Και κάτι άλλο: τι σημαίνει πειραματισμός. Γιατί το να δοκιμάζεις σήμερα μια υποκριτική φιλοσοφία εναντίον του μπλαζεδισμού, της τηλεοπτικής σούπας και του τάχα μου φυσικού παιξίματος είναι όχι απλώς πείραμα αλλά επανάσταση. Και όταν μάλιστα πείθεις και γοητεύεις το παγιδευμένο, το βυθιζόμενο στη σούπα κοινό.
Ο Αλέξανδρος Λογοθέτης είναι μια νέα δύναμη στο θέατρό μας, ταλαντούχος αλλά δημιουργικό όργανο με συνείδηση ύφους. Η Δέσποινα Κούρτη, αν βελτιώσει κάπως τις τεχνικές φωνής, θα αναδειχθεί μια ευαίσθητη και πρόσφορη για σπουδαία πράγματα ηθοποιός. Ο Μπάμπης Γιωτόπουλος φέρει τη μεγάλη πείρα της σχολής του και του Δασκάλου του, του Καραντινού. Ξέρει από στυλ, έλαμψε με το χιούμορ και τους ρυθμούς του. Ο Γιάννης Κυριακίδης έχει μια γοητευτική τεχνική που παίζει συνωμοτώντας με το κοινό. Το πλήρες θέατρο. Η έκπληξη της παράστασης ο Τάσος Γιαννόπουλος. Στην περίπτωση του θριάμβευσε η μαιευτική σωκρατική μέθοδος Λιβαθινού. Του εκμαίευσε φόρμες και λύσεις δυνάμει ενδιάθετες. Ένα έξοχο πρόπλασμα του Συρανό.
Τελειώνοντας πρέπει να εξάρω τις λύσεις της Εύας Νάθενα στα κατασκευαστικά σκηνικά. Οι χώροι γίνονται, δεν είναι! Τα θαυμάσια κοστούμια της Μπρεσγουέλ και την ευρηματική και γεμάτη ευφυΐα μουσική του Αμπαζή.
26.03.2001, Γεωργουσόπουλος Κώστας «Άσκηση ύφους», Τα Νέα