Αν δεν μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Κι αν σ’ αγαπώ, φυλάξου

Σε μια αυλή εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού στην Κεραμεικού στο Μεταξουργείο είδαμε προχτές μια πειραματική παράσταση της Κάρμεν σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού.

Η Κάρμεν, η αρχετυπική ηρωίδα που εμπνεύστηκε ο Προσπέρ Μεριμέ και έκανε πασίγνωστη με την οπερά κομίκ του ο Ζωρζ Μπιζέ έχει κατά καιρούς εμπνεύσει χορογράφους αλλά και σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου ενώ ερμηνεύτηκε από εξαίρετες μεσόφωνους και σοπράνο όπως οι: Έμα Καλβέ, Κοντσίτα Σουπερβία, Μαίρη Γκάρντεν, Τζεραλντίν Φαράρ, Εμπέ Στινιάνι, Ρίζε Στίβενς, Κλόε Έλμο, Τζουλιέτα Σιμιονάτο, Κρίστα Λούντβιχ, Ιρίνα Αρχίποβα, Γελένα Ομπρατσόβα, Γκρέις Μπάμπρι, Σίρλεΐ Βερέτ, Τερέζα Μπεργκάνθα και Αγνή Μπάλτσα.

Ένα πουλί ρέμπελο που δεν μπορεί να εξημερωθεί…

Μια γυναίκα με ακαταμάχητο ταμπεραμέντο και βαθιά αίσθηση ανεξαρτησίας που αναστατώνει τους άντρες, προκαλώντας έκρηξη της τεστοστερόνης τους, μια τσιγγάνα, εργάτρια στις καπνοβιομηχανίες της Σεβίλλης και ταυτόχρονα μια παράνομη μπλεγμένη με συμμορίες λαθρεμπόρων, αποπλανεί έναν στρατιώτη της φρουράς τον Δον Χοσέ ο οποίος την έχει συλλάβει για επίθεση με μαχαίρι σε μια συνάδελφό της. Ο Χοσέ θα εγκαταλείψει για χάρη της κάθε σύμβαση της ζωής του, θα ξεχάσει την ευγενική και σεμνή αρραβωνιαστικιά του, θα παραμελήσει την μάνα του, θα παρατήσει την στρατιωτική του καριέρα, θα φτάσει ως το σημείο να συνεργαστεί με τους λαθρεμπόρους. Όταν όμως ο εντυπωσιακός ταυρομάχος εισβάλλει στην πόλη και στην καρδιά της Κάρμεν, εκείνος δεν θα αντέξει την εγκατάλειψη και θα την σκοτώσει με δύο μαχαιριές. Η μοιραία γυναίκα δεν θα διστάσει ούτε μπροστά στην σκοτεινή μοίρα που της αποκαλύπτουν τα χαρτιά ούτε μπροστά στην ζηλότυπη επίθεση του Χοσέ. Οδηγείται στη σφαγή για να παραμείνει ελεύθερη σαν ένα πουλί-έρωτας που δεν μπορεί ποτέ να εξημερωθεί. Η επικινδυνότητα του έρωτα μιας τέτοιας ατίθασης κι αλλοπρόσαλλης ηρωίδας εξεγερμένης απέναντι σε κάθε σύμβαση, υποκινούμενης από την ίδια της την σκοτεινή καταγωγή και φύση, έγκειται στο γεγονός πως δεν υποτάσσεται στους κανόνες που διέπουν τον βίο των φιλήσυχων πολιτών ενώ ταυτόχρονα δεν προσφέρει το παραμικρό αντάλλαγμα για την άνευ όρων παράδοση τους, αφήνοντάς τους έρμαια απέναντι στο σκληρό τίμημα των επιλογών τους. Στην ουσία της η Κάρμεν είναι εκείνη που αποκαλύπτει την διάσταση ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω», εξαναγκάζοντας τόσο τους ερωτικούς της συντρόφους όσο και τον θεατή να έρθει αντιμέτωπος με τη ρήξη σάρκας και λογικής. Γι’ αυτό και είναι μια ηρωίδα που έχει συνταράξει θετικά ή αρνητικά το κοινό παραμένοντας ενεργή μέσα στα χρόνια και προκαλώντας συγκινησιακό παραλήρημα ακόμα και σ’ εκείνους που δεν είναι λάτρεις της

Η ιστορία της όπερας που επρόκειτο να γράψει ιστορία

Το 1869 ο Καμίλ ντυ Λόκλ, διευθυντής του θεάτρου της Opéra Comique του Παρισιού, προσέλαβε μία ομάδα νέων συνθετών σε μία προσπάθεια να αναβιώσει το παραδοσιακό αυτό είδος. Ανάμεσά τους και τον νεωτεριστή συνθέτη Ζορζ Μπιζέ. Θα του παραγγείλει τη σύνθεση μίας νέας όπερας σε τρεις πράξεις, προτείνοντας μάλιστα ως λιμπρετίστες το εξαιρετικά πετυχημένο δίδυμο των Meilhac και Halévy. Η πρόταση του Μπιζέ για μεταφορά στη σκηνή της όπερας, της νουβέλας Κάρμεν του Μεριμέ, αντιμετωπίστηκε μάλλον επιφυλακτικά από τον Ντυ Λοκκλ, ο οποίος θεώρησε το έργο πολύ βίαιο και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο φόνος της Κάρμεν διαπράττεται επί σκηνής. Τελικά η σύνθεση του έργου ξεκίνησε το 1873, ενώ στο τέλος του χρόνου η ταλαντούχα Galli-Marié επιλέχθηκε για να ερμηνεύσει την εκρηκτική τσιγγάνα. Οι πρόβες που ξεκίνησαν το Σεπτέμβριο του 1875 κράτησαν σχεδόν πέντε μήνες. Ο Μπιζέ συνάντησε μεγάλες δυσκολίες που πήγαζαν τόσο από την αντισυμβατικότητα της μουσικής του γραφής και από τις απαιτήσεις του για ρεαλισμό στην απόδοση των χαρακτήρων και της σκηνικής δράσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα μέλη της χορωδίας που κλήθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία της όπερας να λειτουργήσουν σαν ηθοποιοί.

Η πρεμιέρα της όπερας στο Παρίσι, στις 3 Μαρτίου του 1875 θεωρήθηκε αποτυχημένη. Αρνητική ήταν και η αντίδραση του κοινού αλλά και μιας μερίδας του παρισινού τύπου που καταδίκασαν το προκλητικό λιμπρέτο και χαρακτήρισαν την μουσική του Μπιζέ ως ασαφή και άχρωμη. Δεν τους άρεσε ούτε η ερμηνεία της Galli-Marié, η οποία τους προκάλεσε και τους εκνεύρισε. Το έργο παρέμεινε «επί σκηνής» για σαράντα-πέντε παραστάσεις, ενώ μεσολάβησε ο τραγικός θάνατος του συνθέτη τη βραδιά της τριακοστής-τρίτης παράστασης. Ωστόσο η πορεία της Κάρμεν στις ευρωπαϊκές σκηνές κατά τα επόμενα χρόνια υπήρξε θριαμβευτική. Σημαντικοί συνθέτες, όπως ο Σαιν-Σανς και ο Τσαϊκόφσκι, αναγνώρισαν τη δύναμη και την πρωτοτυπία του έργου, ενώ ο Νίτσε εξέφρασε τη διάσημη άποψη ότι η Κάρμεν αποτελεί ένα αντίδοτο στη νευρωτική όπερα του Βάγκνερ. Για την παραγωγή της Βιέννης του 1875 ο Guiraud μετέγραψε την πρόζα σε ρετσιτατίβο, ακυρώνοντας το χαρακτήρα της opéra comique. Το έργο αποκαταστάθηκε μόλις το 1964 στην έκδοση του Fritz Oeser, όπου όμως περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος της μουσικής που ο συνθέτης είχε απορρίψει στην πρώτη έκδοση του 1875 και που σήμερα είναι εξαιρετικά σπάνια.

Ωστόσο είχαν γίνει προσπάθειες ώστε να αμβλυνθεί η αντίδραση του κοινού όπως η τοποθέτηση της δράσης στην Ισπανία κι η προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα χαρακτηριστικά της opéra comique, όπως ο διάλογος σε μορφή πρόζας και η τυπική για το είδος στροφική μορφή των τραγουδιών αλλά και οι κωμικοί χαρακτήρες των λαθρεμπόρων. Ο Μπιζέ διατήρησε τις ισορροπίες αντιπαραθέτοντας την απλοϊκή και αγνή Μικαέλα που εκφράζεται μέσα από τις χαρακτηριστικές λυρικές μελωδίες της γαλλικής μουσικής της περιόδου με την εκρηκτική Κάρμεν και το γοητευτικό και διεφθαρμένο Εσκαμίγιο. Κι επιπροσθέτως η ηρωίδα τιμωρείται για την προκλητικότητά της αφού είναι καταδικασμένη να καταστραφεί εξ αιτίας της ατίθασης φύσης της και του πάθους της για την ελευθερία. Ήδη στην πρώτη της εμφάνιση συνοδεύεται από το μοτίβο της μοίρας, που έχει ήδη ακουστεί στην εισαγωγή και υπονοεί την αναπόφευκτη καταστροφή της. Τη στιγμή του θανάτου της το μοτίβο τα μοίρας θα ακουστεί για τελευταία φορά. Η μελωδία της περίφημης Habanera που εκφράζει τις απόψεις της προκλητικής γυναίκας για τη φύση του έρωτα, προέρχεται από ένα τραγούδι του ισπανού συνθέτη Σεμπαστιέν Ιραντιέ το οποίο ο Μπιζέ μεταμόρφωσε μέσα από την ιδιότυπη εναρμόνισή του. Τα λόγια της Κάρμεν είναι ενδεικτικά για τη φύση της και σύμφωνα με μία παράδοση γράφτηκαν από τον ίδιο τον Μπιζέ κατά τη διάρκεια των προβών δίνοντας έτσι καθαρή την εικόνα του χαρακτήρα της αντισυμβατικής ηρωίδας και οριοθετώντας τις δράσεις της μέσα από την ίδια την φύση των πραγμάτων που δεν μπορεί να παραλλαχτεί χωρίς να υποστεί βίαιη μετάλλαξη.

Μια παράσταση στην Αθήνα που θα μπορούσε να αποτελεί πρόταση

Η παράσταση στην αυλή του νεοκλασικού ευτύχησε να αναδειχτεί μέσα σε ένα φυσικό ντεκόρ εξαιρετικής αισθητικής που αναδείχτηκε κι από τους επιβλητικούς και εμπνευσμένους φωτισμούς. Πόρτες, παράθυρα, σιδερένιες στριφογυριστές σκάλες, ένας διάδρομος που οδηγεί στο δρόμο και παραμένει ανοιχτός στις δράσεις των κατοίκων της περιοχής, φθαρμένοι, άβαφτοι τοίχοι, μια βρύση, σκουριασμένες σιδεριές, αδέσποτες γάτες και φθαρμένα ξύλινα παντζούρια συνθέτουν ένα περιβάλλον αποπνικτικό, ερωτικό, εναρμονισμένο με τη φύση του έργου και την βαθύτερη ιδιοσυγκρασία της αρχετυπικής ηρωίδας.

Η διασκευή, μάλλον ανέμπνευστη, δεν εκμεταλλεύεται ιδιαίτερα ούτε το λιμπρέτο ούτε το μυθιστόρημα ώστε να προκαλέσει την ανατροπή και να αναδείξει τους χαρακτήρες σε βάθος. Δεν παραμένει στα κλασσικά πρότυπα, παραποιεί ως ένα βαθμό τους χαρακτήρες αποδυναμώνοντας τους αλλά δεν καταφέρνει να προσδώσει και μια σύγχρονη αίσθηση στο όλο εγχείρημα.

Οι ηθοποιοί θαυμάσια χορογραφημένοι, εκμεταλλεύονται θαυμάσια, κινησιολογικά το χώρο και τις δυνατότητες που προσφέρει αλλά ερμηνευτικά υστερούν. Δεν καταφέρνουν να αναδείξουν τις βαθύτερες πτυχές των χαρακτήρων κι ακολουθούν μια ερμηνευτική τεχνική που αποδυναμώνει τις εντάσεις κι αποσιωπά τα πάθη. Επίσης δεν κατάφεραν να ερμηνεύσουν τα τραγούδια ούτε με θεατρικότητα που θα άμβλυνε τις αδυναμίες τους όσον αφορά τα φωνητικά τους προσόντα αλλά ούτε και μέσα από μια στοιχειώδη τεχνική επάρκεια.

Η ζωντανή μουσική, κιθάρα και ντράμς, θα μπορούσε να συμβάλλει εξ ίσου με το ντεκόρ, δραματουργικά αν η διασκευή δεν ήταν προβληματική κι είχε καταφέρει να μετουσιώσει όντως τις μελωδίες του Μπιζέ σε τζαζ «κραυγές», εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο που στην προκειμένη περίπτωση απέτυχε.

Η Κάρμεν της Ναυπλιώτου διαθέτει παιδικότητα, εφηβική φρεσκάδα και δυναμική ενέργεια αλλά επ’ ουδενί δεν προσεγγίζει τον εκρηκτικό χαρακτήρα της ηρωίδας. Η Κάρμεν αυτή θα μπορούσε ίσως να σπάσει τα παιχνίδια της ή να γοητεύσει τους άμεμπτου ηθικής καθηγητές ενός λυκείου αλλά δεν έχει τη δύναμη να δικαιώσει καταστρεπτικά πάθη και θανατηφόρες συγκρούσεις. Παραμένει γοητευτική, ατίθαση κι ελκυστική μέσα από τα καπρίτσια της χωρίς να γίνεται ποτέ καταλυτική μέσα από την τρομακτική κι αδέσμευτη φύση της.

14.07.2010, Κυριάκη Μαρία «Αν δεν μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Κι αν σ’ αγαπώ, φυλάξου», episkinis.gr

 

Για το link πατήστε εδώ